Στη συντριπτική πλειοψηφία των κριτικών που διάβασα για τη νέα ταινία του Christopher Nolan έπεφτα -αργά η γρήγορα- πάνω στον αριθμό 2001. Είναι άραγε τόσο κοινότοπα αναπόφευκτη η σύγκριση με το κιουμπρικικό αριστούργημα; Η απάντηση είναι ναι. Και μόνο ο τρόπος με τον οποίο επέλεξε να «στήσει» ο Nolan το Interstellar μας φέρνει στο μυαλό την «Οδύσσεια», ακόμα κι αν δεν υπάρχει η παραμικρή διάθεση για ποιοτική αντιπαραβολή: το διαγαλαξιακό ταξίδι, τα ρομπότ με τις τελειοποιημένες ικανότητες επικοινωνίας και εκτέλεσης λογικών διεργασιών, τα μακρόσυρτα διαστημικά μονόπλανα, το μεταφυσικό στοιχείο, οι υπαρξιακές ανησυχίες…
Από τα παραπάνω διακρίνεται και ο βασικός λόγος σύγκρισης, ανεξαρτήτως του αν είναι δίκαιη ή άδικη: Οι (υπερ)φιλόδοξοι δημιουργοί τους. Όπως ο Kubrick, έτσι και ο Nolan, 46 χρόνια μετά, αποφασίζει να φτιάξει ένα μνημειώδες φιλμ που θα συνδυάζει τα άψογα εφέ & την επιβλητική απεικόνιση του διαστήματος με τους sci-fi φιλοσοφικούς προβληματισμούς.
Παρά τις ομοιότητες τους όμως πρόκειται για δύο ξεκάθαρα διαφορετικές δομικά ταινίες. Το Interstellar είναι μια χολιγουντιανής αισθητικής υπερπαραγωγή (όχι, δεν το λέω μειονεκτικά) με πρωταγωνιστικό ντουέτο τους superstars Matthew McConaughey και Anne Hathaway, ενώ το 2001 έχει τον… Keir Dullea. Ποιον;;; Exactly…
Οι σχεδόν τρεις ώρες του Interstellar κυλάνε νεράκι. Ο θεατής χάνεται μαζί με τους ήρωες στην περιπετειώδη τους διαδρομή, περνάει μέσα από τη σκουληκότρυπα, συγκινείται από τα οικογενειακά δράματα, εντυπωσιάζεται από το περίτεχνο σενάριο, θαμπώνεται από το μπόλιασμα φαντασίας και επιστημονικής ακρίβειας (από τα πιο τεχνικώς «σωστά» εγχειρήματα του είδους), αιφνιδιάζεται από τις ανατροπές και προσπαθεί να λύσει το τελικό μυστήριο προτού του το υποδείξει με πάσα αναλυτική σαφήνεια ο Βρετανός auteur.
Όσο κι αν κοπιάζει όμως δεν κουράζεται ποτέ. Γιατί; Επειδή η ταινία -στον πυρήνα της- διαθέτει ένα απλό(;) βασικό χαρακτηριστικό: είναι άκρως διασκεδαστική. Ο Nolan εξάλλου είναι αριστοτέχνης στο να συνθέτει περίπλοκες ταινίες οι οποίες ταυτόχρονα παρακολουθούνται με μεγάλη ευχαρίστηση από το μέσο θεατή.
Η Οδύσσεια του Διαστήματος αντιθέτως δεν συνάντησε μια ανάλογη θερμή υποδοχή από το ευρύ κοινό και οφείλει κατά πολύ τη σημερινή της θέση στο κινηματογραφικό πάνθεον στους κριτικούς. Αποτελώντας την απόλυτη σινεφίλ εμπειρία απαιτεί την υπομονή του θεατή χωρίς όμως να τη ζητιανεύει. Τα πρωτοποριακά ειδικά εφέ άνοιξαν νέους δρόμους στο σινεμά επιστημονικής φαντασίας, ενώ η επαναστατική εικονογράφηση εισήγαγε νέα δεδομένα στην αφηγηματική δομή. Κάθε σεκάνς του τελειομανούς Stanley μοιάζει με έναν κινούμενο πίνακα ζωγραφικής που αποτυπώνει το άγχος και την αγωνία για το άγνωστο στο πρόσωπο του Dave.
Τα συμπαθή ρομπότ του Interstellar εξυπηρετούν τη σεναριακή εξέλιξη, ενώ ο HAL εντάσσεται στο γενικότερο πλαίσιο των υπαρξιακών ερωτημάτων που εγείρει η ταινία. Ερωτήματα τα οποία ο Nolan απαντάει, ο Kubrick απλώς τα φωτίζει.
Με εξαίρεση τη «δύναμη της αγάπης» που πετιέται με ελαφρώς απογοητευτικό τρόπο δεξιά κι αριστερά (και κοντεύει να αναδειχθεί ως μια επιστημονικά τεκμηριωμένη συμπαντική αλήθεια!) ο Nolan δίνει μια εκπληκτική εξήγηση για τα τεκταινόμενα, αποκωδικοποιώντας το σινε-γρίφο με τον πιο σύνθετα απολαυστικό και ικανοποιητικό τρόπο. Η «λύση» του Kubrick από την άλλη δεν είναι λύση. Το τελευταίο εικοσάλεπτο του «2001» όμως είναι από τα πιο συγκλονιστικά φινάλε όλων των εποχών – πιθανότατα όσο πιο κοντά έχουν πλησιάσει ποτέ μεταξύ τους κινηματογράφος και υπαρξισμός.
Ίσως εκεί αποδίδω και το τελικό μου «συμπέρασμα»: Το Interstellar είναι μια από τις καλύτερες ταινίες επιστημονικής φαντασίας. Το Space Odyssey μια από τις καλύτερες ταινίες. Σκέτο.