Κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί τι επίπτωση θα είχε η συνάντηση της αυστηρά ορθολογικής ελληνικής φιλοσοφίας με το ηθικά επαναστατικό αλλά πνευματικά πάμφτωχο χριστιανικό δόγμα.
Όσο ακριβολογικά τέλεια είχε αναλύσει ο Αριστοτέλης τις έννοιες της ουσίας, της υπόστασης και της φύσης στα Φυσικά και τα Μεταφυσικά του, τόσο σύγχυση επικρατούσε στην παρουσίαση των δυο βασικών άλογων δογμάτων της χριστιανικής πίστης: της σχέσης των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδας και τη συνύπαρξη της θεϊκής και της ανθρώπινης φύσης του Χριστού. Οικουμενικές σύνοδοι, η μία μετά την άλλη, προσπαθούσαν να εκλογικεύσουν το άλογο. Ίσως να φαίνεται εντελώς άσκοπο έως και διεστραμμένο να ασχοληθεί κάποιος με τις υπέρλεπτες διακρίσεις μεταξύ εννοιών που δεν υπήρχαν παρά μόνο στο μυαλό των κατασκευαστών τους, από την άλλη όμως είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον να δούμε πώς η άσκηση της ελληνικής διαλεκτικής και ρητορικής είχε τόσο πολύ διαποτίσει κάθε σκεπτόμενο της λεκάνης της Μεσογείου.
Ας δούμε στο παρόν άρθρο τις μαχητικές μέχρι συγκρούσεων και σφαγών διαλεκτικές αντιπαραθέσεις σχετικά με τη σχέση Πατρός Υιού και Αγίου Πνεύματος, με κύριους αντιπάλους τους Νικαϊκούς (οπαδούς των αποφάσεων της Α' Οικουμενικής Συνόδου υπό τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο) και τους Αρειανιστές. Δεν θα μείνουμε όμως μόνο στις δυο βασικές θέσεις, όπως τις γνωρίζουμε οι περισσότεροι από το σχολείο, αλλά σε λεπτομέρειες άγνωστες στο πλατύ κοινό.
Αυτοί οι τρεις όροι (δεν τολμώ ακόμη να τα ονομάσω υποστάσεις γιατί έτσι παίρνω ήδη θέση), Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα, εμφανίζονται για πρώτη φορά στα υποτιθέμενα λόγια του υποτιθέμενου ιστορικού Ιησού, όπως καταγράφεται στα Ευαγγέλια αλλά και στις αυθεντικές (αυτές σίγουρα αυθεντικές) επιστολές των Αποστόλων και κυρίως του Παύλου.
Από πολύ νωρίς το πρόβλημα για το περιεχόμενο αυτών των τριών όρων ήταν τεράστιο. Στους εξ Ιουδαίων χριστιανούς ήταν σχεδόν βλασφημία, καθώς έδινε την εντύπωση τριθεΐας, ενώ αυτό που διέκρινε τον περιούσιο λαό από τους υπόλοιπους αμαθείς ήταν ακριβώς η ύπαρξη ενός και μοναδικού θεού. Στους εξ Εθνών χριστιανούς ήταν ένας γρίφος προς επίλυση, καθώς έπρεπε να φανεί ποιο ήταν το ακριβές περιεχόμενο του κάθε πράγματος και στη συνέχεια η συλλειτουργία τους.
Έτσι πολύ πριν την τελική δογματική απάντηση της Α' Οικουμενικής Συνόδου της Νίκαιας (325) και της Β' Οικουμενικής Συνόδου της Κων/πόλεως (381) οι γνώμες που εκφράζονταν είτε μέσω ανοικτών κηρυγμάτων είτε μέσω επιστολών ήταν πολλές και σχεδόν ισοδύναμης ισχύος. Από αυτό και μόνο καταλαβαίνει κανείς ότι το τελικό χριστιανικό δόγμα δεν ήταν η 'θεόπνευστη' αντικειμενική λύση του ζητήματος αλλά το αποτέλεσμα μιας ιστορικής συγκυρίας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι υπερίσχυσε το διαλεκτικά ρωμαλεότερο, αλλά όπως θα φανεί στη συνέχεια, όλες οι απόψεις ήταν καλά θεμελιωμένες και διαλεκτικά 'ισοδύναμες', και μάλιστα πολλές 'αιρετικές' απόψεις ήταν φιλοσοφικά καλύτερα θεμελιωμένες από το τελικό αποτέλεσμα που ήταν το διαλεκτικό εξισορροπητικό δημιούργημα κυρίως του Βασίλειου και του Γρηγόριου.
Οι δυο αρχικά ακραίες γραμμές, κατά τον 2ο και 3ο αιώνα, μεταξύ των οποίων άρχισε να κινείται το εκκρεμές της φιλοσοφικο-θεολογικής σκέψης, είναι ο μοναρχιανισμός (εκ του ΄μία και μόνη αρχή') των πατροπασχιτών και των υιοθετιστών και το σχήμα της υποταγής με κύριους εκπροσώπους τους Νοβατιανό, Τερτυλλιανό, Ειρηναίο και Ωριγένη. Και τα δυο ρεύματα ξεκινούν από την απλή Αριστοτελική φιλοσοφική θέση ότι κάθε τι διακρίνεται από τα υπόλοιπα με βάση την ουσία του. Διαφορετικά πράγματα έχουν διαφορετική ουσία ενώ όσα έχουν την ίδια ουσία δεν μπορούν παρά να ταυτίζονται.
Οι Μοναρχιανοί οπαδοί λοιπόν της μιας και μοναδικής αρχής θεωρούν ότι Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι διαφορετικές εκδηλώσεις της ίδιας ουσίας και δεν θα πρέπει να λογίζονται ως διαφορετικά πράγματα αλλά ως ο Πατήρ σε διάφορες εκδηλώσεις. Πιο συγκεκριμένα, οι Τροπικοί Μοναρχιανοί (Πραξέας, Νοητός), αναφερόμενοι από τους απολογητές και ως Πατροπασχίτες, υποστηρίζουν ότι υπάρχει μόνο ο Πατήρ, ενώ τα δύο άλλα (Υιός και Άγιο Πνεύμα) είναι απλά τρόποι εκδήλωσης του, και στη λογική αυτή ο Πατήρ είναι που σταυρώθηκε πάνω στον σταυρό. Η διάκριση Πατρός, Υιού και Αγίου Πνεύματος δεν είναι υποστασιακή αλλά λυτρωτική και ιστορική. Στην ίδια γραμμή ο Σαβέλλιος (μέγας αιρεσιάρχης από τον οποίο ξεκινά ο Σαβελλιανισμός) θεωρεί ότι ο Θεός είναι μια και μόνη αρχή (ουσία) και άλλοτε φανερώνεται με τον τρόπο του Πατρός – νομοθέτη δημιουργού, άλλοτε με τον τρόπο του Υιού - λυτρωτή και άλλοτε με τον τρόπο του Αγίου Πνεύματος - ζωντανής πηγής της Εκκλησίας. Θα μου πείτε ότι το θεωρείτε εύλογο, κι όμως, όπως θα φανεί στη συνέχεια, θεωρήθηκε μεγάλη πλάνη, καθώς αυτά τα τρία, σύμφωνα με τη Σύνοδο της Νίκαίας, είναι τρεις διαφορετικές, αν και ομοούσιες, υποστάσεις. Η άλλη μεγάλη γραμμή του μοναρχιανισμού, οι δυναμικοί μοναρχιανιστές ή υιοθετιστές, είναι όσοι θεωρούσαν τον Υιό και το Άγιο Πνεύμα ως απλές δυνάμεις του Πατρός, ενέργειες δηλαδή με προκαθορισμένα αποτελέσματα. Κύριος εκπρόσωπος ο Παύλος ο Σαμοσατεύς που λέει ξεκάθαρα ότι Υιός και Άγιο Πνεύμα είναι απρόσωπες δυνάμεις του θεού - Πατρός και όχι διαφορετικές υποστάσεις. Ο Υιός δεν ήταν παρά ένας απλός άνθρωπος στον οποίο απλά ενοίκησε ο θεός και με τον οποίο συνδέεται με την ελεύθερη θέλησή του. Φαντάζομαι και αυτό σας φαίνεται εύλογο. Κι όμως τα λεγόμενά του ξεσήκωσαν όλη την γνωστή οικουμένη και ευτυχώς γι' αυτόν υποστηρίχτηκε από την βασίλισσα της Παλμύρας Ζηνοβία, αλλά μόνο προσωρινά γιατί η νίκη του αυτοκράτορα Αυρηλιανού κινητοποίησε και πάλι τις διώξεις ενάντια στον ίδιο και τους οπαδούς του. Κι όμως ο Παύλος αυτός άφησε μαθητές όπως ο Λουκιανός της Αντιόχειας, ο οποίος μέσω των μαθητών του Διοδώρου Ταρσού και Θεόδωρου Μοψουεστίας, επηρεάζει έναν από τους σημαντικότερους αιρεσιάρχες, τον Νεστόριο. Οι θέσεις του Νεστόριου, επειδή αφορούν το έτερο μεγάλο ζήτημα, αυτό της θεϊκής και ανθρώπινης φύσης του Χριστού, θα αναπτυχθούν στο επόμενο άρθρο.
Πάμε τώρα στο δεύτερο άκρο των αιρετικών θεωριών, αυτό των διακεκριμένων φύσεων του θεού. Με απόλυτη φιλοσοφική συνέπεια θεωρούσαν ότι εφόσον Πατήρ, Υιός και Άγιο Πνεύμα διακρίνονται, έχουν διαφορετικές ουσίες και υποστάσεις. Πώς συλλειτουργούν οι ουσίες αυτές; Μέσα από το λεγόμενο σχήμα της υποταγής: ο Υιός υποτάσσεται στον Πατέρα και το Άγιο Πνεύμα στον Υιό. Ο σημαντικότερος μάλιστα απολογητής του χριστιανισμού, ο Πλατωνικός Ωριγένης, διέκρινε αυτές τις τρεις διαφορετικές ουσίες, ως όντα με διαφορετική σφαίρα επιρροής, ο Πατήρ κυβερνά τα όντα, ο Υιός τα λογικά όντα και το Άγιο Πνεύμα τους αγίους.
Σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο αρθρώνει ο Άρειος τη φιλοσοφία του: Ο Πατήρ είναι ένα όν αγέννητο από τον οποίο γεννιέται ό,τι υπάρχει, επομένως και ο Υιός και το Άγιο Πνεύμα. Ο Υιός λοιπόν είναι ένα δημιούργημα (κτίσμα) εφόσον ο Δημιουργός δεν μπορεί παρά να είναι μια και μόνο αρχή, ο Πατήρ, ακολουθώντας σαφέστατα τον Πλάτωνα, όπου και εκεί από τον θεό Πατέρα δημιουργούνται άλλοι θεοί και από αυτούς άλλοι κατώτεροι θεοί (θεοί θεών). Αυτή η απλή θέση θα έλυνε δια παντός με τον πιο λογικό τρόπο το ζήτημα της σχέσης των τριών αυτών πραγμάτων, κι όμως λόγω της ανάγκης συμβιβασμού με τους Μοναρχιανιστές (και κυρίως τους Σαβελλιανούς) έπρεπε να φτάσουμε στην περιπλοκότητα και παραλογισμό των τριών ομοούσιων υποστάσεων της Αγίας Τριάδας, το βασικό χριστιανικό δόγμα.
Η ρήξη μεταξύ των επισκόπων και των οπαδών των δυο άκρων, της μοναρχιανιστικής ενότητας και της αρειανικής διαφορότητας, άπλωσε το πεδίο της διαμάχης ακόμη και μεταξύ των αυτοκρατόρων Ανατολής και Δύσης, ενώ ήδη είχαν αρχίσει οι προσπάθειες συμβιβασμού μέσω του διαλεκτικά έξυπνου αλλά τελικά τερατώδους και παράλογου δόγματος της Νικαίας του 325 (από τις ιδέες του Βασίλειου και του Γρηγόριου), ότι ο Υιός γεννήθηκε από τον Πατέρα προ πάντων των αιώνων αλλά δεν ποιήθηκε (γεννηθέντα αλλά ου ποιηθέντα). Το διαλεκτικό τερτίπι των Ιεραρχών ήταν η διαφοροποίηση ανάμεσα στην ουσία και την υπόσταση, οπότε τα τρία αυτά πράγματα είναι μια ουσία αλλά τρείς υποστάσεις, πρόταση που αν την άκουγε ο Αριστοτέλης θα ωρυόταν.
Παρά την τελεσίδικη απόφαση της Συνόδου τα πράγματα δεν ηρέμησαν. Ήδη ο Κωνσταντίνος άλλοτε προσχωρούσε στους Νικαϊκούς άλλοτε στους Αρειανούς, και πολύ σημαντικοί πατέρες, όπως ο Ευσέβιος Νικομήδειας διατύπωναν έναν ηπιότερο Αρειανισμό. Αλλά και στη συνέχεια, με την άνοδο στον θρόνο του Κωνστάντιου, όταν εκείνος, ως αυτοκράτορας της Ανατολής, υποστήριζε τους Αρειανούς, ενώ ο ομόλογός του της Δύσης Κώνστας υποστήριζε τους Νικαϊκούς. Στη συνέχεια με την διετή άνοδο του σοφού Ιουλιανού στον θρόνο, πολύ έξυπνα τήρησε ουδέτερη στάση, αποκατέστησε μάλιστα τους Αρειανούς, καθώς τον συνέφερε να βρίσκεται η χριστιανική εκκλησία σε εμφύλιο πόλεμο, ώστε να φανεί ακόμη καθαρότερα η ανωτερότητα του Εθνικού θρησκεύματος που επανέφερε έναντι των διχασμένων και αλληλοσφαζόμενων χριστιανών. Η ειρήνη στην Ανατολή αποκαταστάθηκε τελικά με την άνοδο του Θεοδόσιου και την Β’ Οικουμενική Σύνοδο, όπου καταδικάστηκαν οι αιρέσεις του Άρειου, του Απολινάριου, του Μακεδόνιου και του Ευνόμιου. Η αίρεση του Απολινάριου αφορά το πρόβλημα της θεϊκής σε σχέση με την ανθρώπινη φύση του Χριστού, οπότε θα παρουσιαστεί στο επόμενο άρθρο. Ο Μακεδόνιος ήταν ημι-οπαδός του Αρειανισμού, καθώς θεωρούσε ειδικά το Άγιο Πνεύμα δημιούργημα (κτίσμα) και γι’ αυτό ονομάστηκε Πνευματομάχος.
Άφησα για το τέλος την περίπτωση του Ευνόμιου, καθώς πλέον οι υπέρλεπτες διακρίσεις μεταξύ των θεωριών των υποστάσεων και των ιδιοτήτων τους κορυφώνονται. Ο Ευνόμιος πρότεινε έναν ήπιο Αρειανισμό, όπου ο Πατήρ δημιουργεί τον γεννημένο Υιό και στη συνέχεια ο Υιός δημιουργεί τον κτιστό κόσμο. Εφόσον η δημιουργική ενέργεια του Πατρός και αυτή του Υιού έχουν διαφορετικά αποτελέσματα, θα είναι διαφορετικές και οι ενέργειες που τα προκάλεσαν και συνεπώς και οι ουσίες από τις οποίες προέρχονται οι ενέργειες. Άρα ο Πατήρ είναι ανόμοιος κατά την ουσία από τον Υιό, μια πρόταση που προκύπτει από μια απόλυτα λογική ακολουθία προτάσεων, και η οποία θα μπορούσε να είναι κάλλιστα η τελική τοποθέτηση για την φύση των τριών αυτών πραγμάτων. Αυτή η βασική θέση του Ευνόμιου ήταν η αφορμή να ονομαστούν οι οπαδοί του Ανόμοιοι. Ο Ευνόμιος ήταν από τους πιο καλλιεργημένους σοφούς της εποχής και γι’ αυτό μοιράστηκε πολλές επιστολές μαζί του ο Βασίλειος για να τον πείσει. Οι Ανόμοιοι υποστηρίχτηκαν από τον αυτοκράτορα Ουάλεντα. Παράλληλα με τους Ανόμοιους εμφανίζονται και άλλα δυο παρακλάδια αιρέσεων, οι Όμοιοι που θεωρούσαν ότι ο Πατήρ είναι όμοιος κατά την ουσία με τον Υιό και οι Ομοιουσιανοί που θεωρούσαν ότι ο Πατήρ είναι καθ’ όλα όμοιος συνεπώς και κατά την ουσία με τον Υιό. Βασικός εισηγητής των Ομοίων ήταν ο Ακάκιος Καισαρείας, ενώ των Ομοιουσιανών ο γνωστός από την Εκκλησιαστική Ιστορία του Ευσέβιος Καισαρείας. Τελικά οι Ομοιουσιανοί απορροφήθηκαν από τους Νικαϊκόυς Ορθόδοξους Ομοουσιανούς που θεωρούν ότι Πατήρ και Υιός ταυτίζονται κατά την ουσία.
Ενώ ο Αρειανισμός βαθμιαία έσβησε στην Ανατολή, αντίθετα επικράτησε στη Δύση μεταξύ των γοτθικών φύλων, μέχρι αυτοί να νικηθούν από τους Φράγκους, οι οποίοι στήριζαν τις καθιερωμένες ορθόδοξες απόψεις. Η φιλοσοφική αξία της διδασκαλίας του Άρειου ήταν μεγάλη, όπως φαίνεται και από την απόλυτη αποδοχή της πολύ αργότερα, από τον Νεύτωνα, ο οποίος όμως το κράτησε μυστικό για να μη καταδικαστεί σε θάνατο, μια ποινή που ίσχυε ακόμη τον 17ο αιώνα στην Αγγλία για όσους αμφισβητούσαν το καθιερωμένο τριαδικό δόγμα.