Νεοπλατωνισμός

22-07-2015
 
Submit to FacebookSubmit to TwitterSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to Delicious

Αυτός ο όρος, κατεξοχήν αδόκιμος κατά τη γνώμη μου, αφορά μια σειεά φιλοσόφων που ξεκινούν από τον Πλωτίνο που πεθαίνει το 270 μΧ και τελειώνει με την απαγόρευση λειτουργίας της Σχολής υπό τον Δαμάσκιο το 529 μΧ μετά από εντολή του Ιουστινιανού του Μεγάλου. Δυο μικρά σχόλια ήδη που αφορούν αυτήν την πρώτη παράγραφο. Θεωρώ ότι η μεταγενέστερη ονομασία τους ως Νεοπλατωνικών (κάτι σαν τη Νέα Σμύρνη, τη Νέα Φιλαδέλφεια κλπ) είναι ό,τι πιο μακριά από την πραγματικότητα, καθώς οι φιλόσοφοι αυτοί είναι γνήσιοι συνεχιστές και αναλυτές της φιλοσοφίας του Πλάτωνα και όχι κάποια παρεκβολή του. Το δεύτερο σχόλιο που ποτέ δεν παραλείπω να κάνω είναι η κατάρα των τριών μεγάλων θεμελιωτών του Βυζάντιου ή ακριβέστερα της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας: Ο Κωνσταντίνος ο Μέγας, αν και Μιθραϊστής μέχρι τέλους, έκανε επίσημη για πολιτικούς λόγους τον χριστιανισμό, μια θρησκεία παντελώς ασύμβατη με την ψυχοσύνθεση της ελληνικής θρησκείας και φιλοσοφίας που επικρατούσε μεταξύ των λαών της Μεσογείου. Ο Θεοδόσιος ο Μέγας απαγόρευσε την ελληνική θρησκεία, σιωπηρά επικρότησε την καταστροφή πολλών αρχαίων μυστηριακών ιερών και τόπων και σταμάτησε την τέλεση των Ολυμπιακών Αγώνων. Και τέλος ο Ιουστινιανός ο Μέγας έκλεισε τις ελληνικές φιλοσοφικές σχολές, παρά το ύψιστο σημείο της ακμής τους εκείνη την περίοδο.

Τον 2ο αιώνα το ιδεολογικό τοπίο που επικρατεί είναι η πλατωνική, αριστοτελική και στωική φιλοσοφία, μαζί με τις χριστιανικές, γνωστικές, μανιχαϊκές σωτηριολογικές αιρέσεις, τα θεουργικά χαλδαϊκά και ερμητικά κείμενα και την αλεξανδρινή αλχημεία.

Εν μέσω αυτών των ιδεολογικών ρευμάτων εμφανίζεται ένας φιλόσοφος με αρκετούς και σημαντικούς μαθητές γύρω του και ένα λόγο σπάνιας συνοχής, πρωτοτυπίας και δύναμης, ο Πλωτίνος (203-270). Ποιο είναι το καινοτομικό στοιχείο της φιλοσοφίας του, η οποία αναδείχθηκε στη Δύση με τη μετάφραση του Ficino και αποτέλεσε κύριο σημείο αναφοράς των σημαντικότερων σύγχρονων ορθολογιστών φιλοσόφων, όπως ο Leibniz και ο Hegel; Κατά τη γνώμη μου η ικανότητα του να διατηρήσει τους δυο βασικούς αντιθετικούς πόλους, σώμα και ψυχή, ύλη και μορφή, άνθρωπο και θεό, επιδεικνύοντας όμως με αριστοτεχνικό τρόπο τη συνέχεια και την αμοιβαία τους σύνδεση. Η συνοχή του Πλωτινικού κοσμοειδώλου δεν έχει ξεπεραστεί ποτέ. Ας δούμε τα βασικά στοιχεία του.

Στην υψηλότερη βαθμίδα κείται το Ένα, μια κατάσταση πέραν οποιασδήποτε διάκρισης και διαφοροποίησης, όπως φαίνεται από τη φύση του. Η υψηλότερη μορφή της ύπαρξης είναι το Ένα, η απόλυτη ενότητα στην οποία δεν έχει ακόμη παρουσιαστεί καμία διάκριση. Δεν μπορούμε να πούμε τίποτα γι’ αυτό, καθώς υπερβαίνει κάθε νοητική προσπάθεια προσέγγισης. Στην αντίπερα όχθη βρίσκεται η πρωταρχική ύλη, αυτό που αποκαλούσε ο Πλωτίνος μη όν, αυτό που δεν υπάρχει. με την έννοια ότι δεν μπορεί, λόγω της έλλειψης μορφής, να γίνει αισθητό από τις ανθρώπινες αισθήσεις. Ο μόνος τρόπος να καταλάβουμε κάπως τι είναι αυτή η πρωταρχική ύλη είναι η έννοια της δυνατότητας, το δυνάμει. Εδώ είχε κάνει καλά τη δουλειά του ο Αριστοτέλης, ο πρώτος που φέρνει στο προσκήνιο αυτήν την ανύπαρκτη μέχρι τότε έννοια. Πώς να υπάρξει κάτι αν δεν υπήρχε πριν η δυνατότητα να γίνει κάτι τέτοιο; Όπως όμως το έσχατο κάτω άκρο, η πρωταρχική ύλη έχει τις ρίζες της στην αριστοτελική θεώρηση, έτσι και ο άλλος πόλος, το Ένα, δεν είναι παρά η υπέρτατη πλατωνική ιδέα, το Αγαθό. Το Ένα είναι γεμάτο από το κάθε τι και έτσι αργά ή γρήγορα δεν μπορεί παρά να αρχίσει να ρέει προς τα 'έξω', εμφανίζοντας την επόμενη βαθμίδα του είναι, τον Νου, το σύνολο των ιδεών, που παρά την πολλαπλότητά τους δεν έχουν χάσει την λειτουργική τους ενότητα. Κι αυτός όμως, γεμάτος ενέργεια, ρέει 'έξω' από τον εαυτό του και δίνει την τρίτη βαθμίδα του είναι, την Ψυχή. Η Ψυχή σηματοδοτεί και την έναρξη του χρόνου και της μεταβολής. Είναι μια κατάσταση που διακατέχεται από δυο αντίρροπες δυνάμεις, την τάση να επιστρέψει στην ενότητα του Νου αλλά και την τάση να δημιουργήσει, εισβάλλοντας στην αδιαφοροποίητη ύλη και πλάθοντας όλες τις μορφές της φύσης, ορυκτά, φυτά, ζώα και τον άνθρωπο.

Αυτή η διπλή φύση της Ψυχής αντικατοπτρίζεται και στην διχογνωμία της ανθρώπινης ψυχής που από τη μια ελκύεται από τις μορφές της ύλης και τις ηδονές των αισθήσεων και από την άλλη έχει την ανάμνηση των θείων ιδεών του Νου και μέσω αυτού την τάση να επανακάμψει στην ακατάλυτη ενότητα του Ενός. Κατά τον Πλωτίνο, εναπόκειται στο άνθρωπο να επιλέξει, και δεν έχει ανάγκη καμία θεία χάρη γι' αυτό. Μέσω της εξάσκησης στις ιδέες και την διαλεκτική ο άνθρωπος έχει τη δυνατότητα να επιστρέψει μέσω του ανώτερου άφθαρτου τμήματος της ψυχής του μετά το θάνατό του στον κόσμο του Νου και από εκεί να μετέχει στο απόλυτο θείο, το Ένα. Υπάρχει όμως και η άλλη επιλογή, να γοητευθεί από την πολλαπλότητα των μορφών και τις χονδροειδείς ηδονές και να επισκέπτεται συνεχώς μέσω διαδοχικών ενσαρκώσεων τον κόσμο αυτό της εναλλαγής του πόνου και της ηδονής. Κατά τον Πλωτίνο λοιπόν η υπόθεση της σωτηρίας της ανθρώπινης ψυχής είναι μέσα στις κατασκευαστικές δυνατότητες του ανθρώπου, και δεν χρειάζεται γι' αυτό ούτε την μαγεία που αφορά το κατώτερο τμήμα της ψυχής ούτε ειδικούς μεσάζοντες ιερείς. Η μη αναγκαιότητα των ιερατείων και η δυνατότητα της ανθρώπινης ψυχής να ανελιχθεί με τις δικές της δυνάμεις στο θείο, είναι βασικά στοιχεία της Πλωτινικής αισιοδοξίας σχετικά με τη φύση και το μέλλον του ανθρώπου, πολύ κοντά στην Πλατωνική αισιοδοξία, ότι η εξάσκηση στον ορθό λόγο θα φέρει αργά ή γρήγορα τον άνθρωπο σε κατάσταση μέθεξης με το Αγαθό. Όπου και να κοιτάξουμε γύρω μας την εποχή εκείνη, θα δούμε τρομακτικές θεάσεις για το μέλλον του ανθρώπου, εσσαϊκές και χριστιανικές εσχατολογίες με κατάληξη των περισσοτέρων στην αιώνια κόλαση ή μαγικές πρακτικές για μια πρόσκαιρη έστω απεμπλοκή από τις δυνάμεις του κακού.

Το κοσμοείδωλο του Πλωτίνου είναι ένα σύστημα απόλυτης συνοχής. Παρά την αδιανόητη απόσταση μεταξύ του Ενός και του κόσμου των μορφών και των ανθρώπων, εν τούτοις δεν υπάρχει το παραμικρό χάσμα ανάμεσά τους, Η αδιαφοροποίητη ύλη μορφοποιήθηκε από την Ψυχή και έτσι εμπεριέχει πλέον τη φύση και τα χαρακτηριστικά της. Η Ψυχή είναι προϊόν διάχυσης του Νου, άρα περιέχει όλες τις δυνατότητες και τα χαρακτηριστικά του. Και τέλος ο Νους δεν είναι παρά το Ένα στην πρώτη του εκδήλωση. Η απόσταση ανάμεσα στο Ένα και τις μορφές, τον θεό και τον άνθρωπο είναι τεράστια, πουθενά όμως δεν υπάρχουν παγίδες και εμπόδια για τη διάνυση του δρόμου αυτού.

Η περιφρόνηση του Πλωτίνου για την μαγεία διατηρήθηκε και στον κύριο μαθητή του, τον Πορφύριο, από τον Ιάμβλιχο όμως και μετά η εικόνα αλλάζει ριζικά, Η μαγεία γίνεται αναπόσπαστο στοιχείο των επόμενων φιλοσόφων της Σχολής. Η συνάρθρωση φιλοσοφίας και μαγείας δεν έχει ξαναπαρουσιαστεί τόσο έντεχνα σε κανένα άλλο φιλοσοφικό σύστημα. Οι τελευταίοι ηγέτες της Σχολής, ο Πρόκλος και ο Δαμάσκιος διαθέτουν ανυπέρβλητη δεινότητα στην ανάλυση δύστροπων εννοιών όπως του ενός και των πολλών, του πέρατος και του απείρου, της ταυτότητας, της ισότητας και της ομοιότητας, κατά τον σχολιασμό των πλατωνικών κειμένων, ενώ ταυτόχρονα κάνουν θυσίες στους θεούς και επικλήσεις σε διάφορους αγγέλους και δαίμονες. Κι έτσι κανείς δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα ποιο είναι το κέντρο βάρους των δοξασιών τους. Αποτελούν οι θεότητες ερμηνείες των πλατωνικών ιδεών και των πυθαγόρειων αριθμών ή αντίθετα είναι οι ιδέες και οι αριθμοί η απόρροια της φιλοσοφικής ανάγκης του ανθρώπου να κατανοήσει τις διάφορες κατηγορίες θεϊκών δυνάμεων που πληρούν το σύμπαν.

Επίσης, εύλογα θα μπορούσε κανείς να αναρωτηθεί κατά πόσο οι τελευταίοι αυτοί μεγάλοι του Νεοπλατωνισμού, φιλόσοφοι και θεουργοί μαζί, ακούραστοι αναλυτές αλλά και τελεστές απόκρυφων μυστηρίων και θεουργιών, απέκλιναν από την καθαρή κρυστάλλινη φιλοσοφική γραμμή του Πλωτίνου ή είναι αντίθετα φυσικοί συνεχιστές του. Ενώ η απάντηση φαίνεται εκ πρώτης όψεως να είναι αρνητική, εγώ θεωρώ ότι οι ύστεροι Νεοπλατωνικοί είναι αυθεντικοί εφαρμοστές του συστήματος του Πλωτίνου. Η συνέχεια της δομής του Πλωτινικού κοσμοείδωλου προσφέρει την πιο ισχυρή θεωρητική βάση της δυνατότητας, ακόμη και της αναγκαιότητας της θεουργικής μαγείας των επιγόνων του. Από τη στιγμή που όλα συνδέονται με όλα, χωρίς να υπάρχει πουθενά το παραμικρό χάσμα, τότε καθετί τελεί υπό ένα καθεστώς συμπάθειας και αντιστοιχίας με όλα τα υπόλοιπα. Λίθοι, μέταλλα, φυτικές και ζωικές ουσίες, αστρικές θέσεις, ονόματα, αριθμοί, τελετουργικές κινήσεις και επικλήσεις βασίζονται στην αρχή ότι ανάμεσα σε όλα τα πράγματα υπάρχει ένας δρόμος οντολογικής και λειτουργικής σύνδεσης, αρκεί κάποιος να γνωρίζει επακριβώς το αδιόρατο αυτό μονοπάτι. Η θέση των πλανητών σχετίζεται με γεωμετρικά σχήματα, τα σχήματα με αριθμούς κι οι αριθμοί με ιδέες, οι λέξεις και τα ονόματα αντιστοιχούν σε θείες δυνάμεις που έλαβαν μέρος στη δημιουργία των κόσμων, πώς μπορεί λοιπόν κανείς να αρνηθεί ότι η επίκληση του ονόματος του άγγελου ή του δαίμονα που δημιούργησε και συντηρεί ένα συγκεκριμένο πλανητικό σχηματισμό δεν θα επιτρέψει την έκφραση των ιδιοτήτων των σχετικών σχημάτων, αριθμών, ιδεών και δυνάμεων; Και όποιος γνωρίζει τον άγγελο εκείνο που είναι εγκλωβισμένος στην ατομική δομή ενός συγκεκριμένου μετάλλου δεν θα προκαλέσει μέσω ενός τάλισμαν ή φυλαχτού την ευεργετική του επίδραση;