«Μισώ την αμερικάνικη σημαία. Ο μοντέρνος αμερικάνικος πατριωτισμός είναι μια φάρσα. Οι άνθρωποι προσποιούνται ότι έχουν κάτι για το οποίο να είναι υπερήφανοι την ώρα που οι Λευκοί δολοφονούνται στους δρόμους… Οι αράπηδες είναι ηλίθιοι και βίαιοι… Το μόνο που σκέφτονται είναι το γεγονός ότι είναι μαύροι και βλέπουν τα πάντα μέσα από αυτό το πρίσμα… έχουν χαμηλότερο IQ και είναι πιο παρορμητικοί... Δεν έχω άλλη επιλογή. Δεν είμαι σε θέση να πάω μόνος μου μέσα στο γκέτο και να πολεμήσω. Διάλεξα το Τσάρλεστον επειδή είναι η πιο ιστορική πόλη της πολιτείας μου και μια εποχή είχε τη μεγαλύτερη αναλογία μαύρων-λευκών στη χώρα. Δεν έχουμε Σκίνχεντς ούτε Κου-Κλουξ-Κλαν και κανείς δεν κάνει τίποτα πέρα από το να μιλάει (για αυτά τα θέματα) στο ίντερνετ. Κάποιος λοιπόν πρέπει να έχει το θάρρος να πάρει την υπόθεση στα χέρια του, στον πραγματικό κόσμο και, υποθέτω, ότι αυτός ο κάποιος πρέπει να είναι εγώ».
Τα παραπάνω κομμάτια αποτελούν απόσπασμα από το μανιφέστο που συνέγραψε ο Ντίλαν Ρουφ, δράστης του μακελειού στο Τσάρλεστον της Νοτίου Καρολίνας των ΗΠΑ, που μπήκε σε μια εκκλησία και σκότωσε εννέα αφροαμερικάνους. Όποιος ενδιαφέρεται να διαβάσει το πλήρες κείμενο, μπορεί να το βρει εδώ.
Αν έχει υπάρξει μία δολοφονική επίθεση με 100% ρατσιστικά κίνητρα τα τελευταία χρόνια, τότε μπορούμε, δίχως το παραμικρό ίχνος αμφιβολίας, να πούμε ότι ήταν αυτή. Έτσι δεν είναι; Παρόλα αυτά, ένας εντυπωσιακά μεγάλος αριθμός προβεβλημένων ρεπουμπλικάνων πολιτικών και προσωπικοτήτων της δημόσιας σφαίρας έκαναν μια σειρά σουρεαλιστικών δηλώσεων για τον Ρουφ όπως «Δεν ξέρω τι είχε στο μυαλό του», «Αυτή η τραγωδία είναι ακατανόητη», «Ποτέ δε θα μπορέσουμε να βρούμε τα κίνητρα…» και, το αγαπημένο μου, «Είναι ξεκάθαρα έργο του διαβόλου»(!).
Αυτές οι δηλώσεις όμως δεν είναι πρωτοφανείς στο «στρατόπεδο» των ρεπουμπλικάνων. Όταν μετά από απανωτές περιπτώσεις αστυνομικής βίας αστυνομικών εναντίον μαύρων πολιτών (κάποιες από τις οποίες κατέληξαν και στο θάνατο των θυμάτων), οι Συντηρητικοί δήλωναν ότι δε βλέπουν ρατσιστικά κίνητρα και ότι «ο ρατσισμός έχει τελειώσει αφού έχουμε εκλέξει μαύρο Πρόεδρο», τότε δεν αποτελεί έκπληξη όταν παίρνουν αυτή τη θέση στα γεγονότα του Τσάρλεστον.
«Αυτή η άρνηση του ρατσισμού αποτελεί μια μορφή ρατσισμού», δήλωσε πολύ εύστοχα στην εκπομπή του ο Μπιλ Μαρ. Πιθανόν ακούγεται λίγο τραβηγμένο και αριστερίστικο. Δεν είναι όμως. Όταν λόγω της ιδεολογίας σου κλείνεις τα μάτια σε ένα υπαρκτό κοινωνικό πρόβλημα τότε συμβάλλεις (άθελά σου;) στη διαιώνισή του.
Ένας από τους βασικούς λόγους που ο ρατσισμός εναντίον των μαύρων στην αμερικάνικη κοινωνία δείχνει να ξαναβγαίνει στην επιφάνεια τα τελευταία χρόνια είναι και ο Ομπάμα. Όχι ο ίδιος προφανώς, αλλά η ακροδεξιά ρητορεία γύρω από το πρόσωπό του. Από το 2009 έχει προωθηθεί από συγκεκριμένους κύκλους ένα αίσθημα «μας έχουν πάρει τη χώρα». Εξ αιτίας της πολιτικής ορθότητας βέβαια δεν βγήκαν να πουν «δεν αντέχουμε να έχουμε αράπη Πρόεδρο», οπότε καταφεύγουν σε πιο γενικόλογες και λειασμένες δηλώσεις.
Δε χρειάζεται να «σκαλίσει» και πολύ κάποιος για να πειστεί για την ιδιοσυγκρασία και τις απόψεις αρκετών αμερικάνων στα συγκεκριμένα ζητήματα. Πολλοί Βλάχοι που κοσμούν τις πόλεις, τα σπίτια, τα ρούχα και τα αυτοκίνητά τους με τη σημαία της Συνομοσπονδίας (η σημαία που χρησιμοποιούσε η πλευρά των Νοτίων στον Αμερικανικό Εμφύλιο) είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα. Όταν εν έτη 2015 δηλώνεις ευθαρσώς ότι τάσσεσαι με την πλευρά των Νοτίων, που πολεμούσε υπέρ της διατήρησης της δουλείας, τότε προφανώς κάτι δεν πάει καλά.
Οι Ηνωμένες Πολιτείες αποτελούν, διαχρονικά, ένα πολύ μαγκιόρικο κοινωνικοπολιτικό πείραμα: Ένα κράτος που η συνδετική του κόλλα δεν είναι το DNA ή τα κοινά εθνικοφυλετικά χαρακτηριστικά, αλλά η Σημαία. Εντάξει, όχι αυτή καθαυτή αλλά όσα -θεωρητικά- αντιπροσωπεύει: Το πρώτο ανεξάρτητο κράτος που χτίστηκε πάνω στις φιλελεύθερες αρχές του Διαφωτισμού.
Για το τέλος σας παραθέτω τον μονόλογο του Τζον Στιούαρτ από το “Daily Show” της περασμένης Πέμπτης. Δεν λέει κάτι συνταρακτικό, ούτε κάτι που θα αλλάξει συθέμελα τον τρόπο που βλέπουν οι συμπατριώτες του τα πράγματα. Αξίζει όμως να σημειώσουμε ότι ο Στιούαρτ έχει διαχρονικά μια πολύ «τίμια» στάση στο κοινωνικό γίγνεσθαι, που τον κρατά έτη φωτός μακριά (και μπροστά) από τους αντίστοιχους εμετικούς λαϊκιστές Έλληνες δημοσιογράφους, σχολιαστές και παρουσιαστές.