Όχι, το ίντερνετ δε θα σε χαζέψει

27-01-2015
 
Submit to FacebookSubmit to TwitterSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to Delicious

Ο Nicholas G. Carr είναι γνωστός συγγραφέας βιβλίων που ασχολούνται κυρίως με την τεχνολογία και τις επιχειρήσεις. Στο πολυσυζητημένο του άρθρο “Is Google Making Us Stupid?” (2008) διατύπωσε την άποψη ότι το ίντερνετ επιδρά αρνητικά στην ανθρώπινη νοημοσύνη, θέση που ανέπτυξε περαιτέρω στο υποψήφιο για Pulitzer βιβλίο του The Shallows (2010), και οι απόψεις του τυγχάνουν μεγάλης διάδοσης. Ακολουθεί ένα μεταφρασμένο άρθρο του επιχειρηματία και δημοσιογράφου Erick Schonfeld που δημοσιεύτηκε στον ιστότοπο Techcrunch το 2010, όπου επιχειρηματολογεί ενάντια στην παραπάνω οπτική. Ευχαριστούμε την Hypatia που επιμελήθηκε τη μετάφραση του άρθρου.

Ο Nicholas Carr φοβάται ότι το ίντερνετ μας αποβλακώνει. Κι όχι τόσο εξαιτίας των βίντεο με γάτες ή αστείες τούμπες, αλλά εξαιτίας του τρόπου με τον οποίο καταναλώνουμε πλέον πληροφορίες. Πιστεύει ότι το ίντερνετ μεταβάλλει τις νευρικές συνάψεις στον εγκέφαλό μας, μάλλον επί τα χείρω, και μας προειδοποιεί σχετικά στο βιβλίο του The Shallows: What the Internet Is Doing to Our Brains (Σε αβαθή ύδατα: Τι κάνει το ίντερνετ στο μυαλό μας) – παρεμπιπτόντως, ο Carr θεωρεί ότι οι υπερσύνδεσμοι μας αποσυντονίζουν υπερβολικά.

Ο συγγραφέας θέτει ορισμένους αξιόλογους προβληματισμούς, ωστόσο βρίσκω τα περισσότερα επιχειρήματά του εξαιρετικά κοντόφθαλμα. Στο κάτω κάτω, ο ίδιος βιοπορίζεται από τη συγγραφή βιβλίων. Επόμενο είναι να υποστηρίξει ότι αυτά μπορούν να σε κάνουν εξυπνότερο απ’ ό,τι το γεμάτο περισπασμούς διαδίκτυο. Ο Carr πρωτοστατεί σ’ ένα τεχνοφοβικό κίνημα που προκαλεί θόρυβο και συμβάλλει στις πωλήσεις των βιβλίων του. Το εν λόγω βιβλίο δεν αποτελεί εξαίρεση. Ο Steven Pinker έγραψε στους NY Times ότι «οι νευροεπιστήμονες δηλώνουν απηυδισμένοι από παρόμοιους ισχυρισμούς» […]. Ο Carr συνέταξε μια μακροσκελή απάντηση στο άρθρο, προσάπτοντας ιδιοτελή κριτήρια στον Pinker, του οποίου η θεωρία περί εξελικτικής ψυχολογίας υποτίθεται ότι απειλείται από τη θεωρία του Carr ότι «οι εμπειρίες μπορούν να επηρεάσουν τον εγκέφαλο σε επίπεδο κυττάρων». Ουδεμία αναφορά στα δικά του ιδιοτελή κριτήρια - την προώθηση του βιβλίου.

Στη βάση της επιχειρηματολογίας του Carr βρίσκεται η άποψη ότι το διαδίκτυο απλούστατα δεν ευνοεί την βαθύτερη στοχαστική και αναστοχαστική σκέψη. […] Σε ένα άρθρο του στην Wall Street Journal, ο Carr συνοψίζει τη θέση του ως εξής:

"Όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε συνεχείς περισπασμούς και διακοπές, όπως συμβαίνει όταν σερφάρουμε, το μυαλό μας αδυνατεί να διαμορφώσει τους δυνατούς, ευρείς συνδέσμους που εμβαθύνουν και χρωματίζουν τη σκέψη μας. Μετατρεπόμαστε σε μονάδες επεξεργασίας σήματος, στοιβάζοντας απλώς σπαράγματα πληροφορίας στη βραχυπρόθεσμη μνήμη μας, απ’ όπου και θα ξαναχαθούν αμέσως.

Στη διαδικασία αναζήτησης πληροφοριών online θυσιάζουμε την ικανότητά μας να επιδιδόμαστε σε μορφές σκέψης λιγότερο βιαστικής και πιο συγκεντρωμένης, οι οποίες και αποτελούν τα θεμέλια του στοχασμού, του αναστοχασμού και της ενδοσκόπησης. Το διαδίκτυο δε μας προτρέπει ποτέ να επιβραδύνουμε τους ρυθμούς μας. Συντηρεί μια κατάσταση συνεχούς νοητικής κίνησης.

Η σύγκριση των γνωστικών επιδράσεων του ίντερνετ με τις αντίστοιχες του τυπωμένου βιβλίου αποκαλύπτει πολλά, και γεννά πολλές ανησυχίες. Ενώ το ίντερνετ διασκορπίζει την προσοχή μας, το βιβλίο μας βοηθά να την συγκεντρώσουμε. Σε αντίθεση με την οθόνη, η σελίδα ενθαρρύνει την στοχαστική διαδικασία."

Τροποποιεί άραγε όντως το ίντερνετ τις νευρικές συνάψεις του εγκεφάλου; Φυσικά. Κάθε τι που κάνουμε τις επηρεάζει. Έτσι λειτουργεί ο εγκέφαλος - το On Intelligence (Περί Ευφυίας) του Jeff Hawkins αποτελεί μια καλή εισαγωγή στο θέμα. Έτσι μαθαίνουμε, μέσω της εμπειρίας και της επανάληψης, που με την πάροδο του χρόνου χαράσσουν νέες νευρικές οδούς στο μυαλό μας. Το ίδιο συμβαίνει και με το ίντερνετ.

Είναι επιβλαβής αυτή η τροποποίηση; Αν ναι, τότε οι βιβλιοφάγοι, όπως ο Carr, θα γίνουν εξυπνότεροι από τους υπολοίπους, και η εξελικτική διαδικασία θα τους ανταμείψει αναλόγως. Όμως κάτι μου λέει ότι κάτι ανάλογο δεν πρόκειται να συμβεί. Το θέμα είναι ότι το ίντερνετ διαδίδει πληροφορίες σε ευρύτερη κλίμακα απ’ όση μπόρεσε ποτέ να επιτύχει η τυπογραφία. Διευκολύνεται έτσι η παρακολούθηση των πρόσφατων εξελίξεων σε θέματα τα οποία διαφορετικά θα αγνοούσαμε, όπως οι επιδράσεις του ίντερνετ στον εγκέφαλο. Ο λόγος που νιώθω ότι η online έρευνα αυξάνει την ευφυΐα μου περισσότερο από την ανάγνωση ενός βιβλίου συνίσταται ακριβώς σε αυτό το στοιχείο που, κατά τον Carr, μας αποβλακώνει: τους ενοχλητικούς υπερσυνδέσμους. Όπως γράφει:

Οι υπερσύνδεσμοι είναι εξαιρετικά βολικοί, όπως όλοι έχουμε διαπιστώσει (καθώς κλικάρουμε πάνω τους, μέρα μπαίνει μέρα βγαίνει). Παράλληλα όμως, μας αποσυντονίζουν – ενίοτε εντελώς, καθώς μεταπηδούμε από link σε link ώσπου στο τέλος ξεχνάμε εντελώς τι είχαμε ξεκινήσει να κάνουμε ή να διαβάζουμε αρχικά. Άλλες φορές λιγότερο, σαν τα ζουζούνια όταν βουίζουν μες στ’ αυτιά μας. Ακόμη κι αν δεν πατήσουμε τον σύνδεσμο, τα μάτια μας τον αντιλαμβάνονται και μια σειρά νευρώνων στον μετωπιαίο φλοιό πρέπει να ενεργοποιηθούν ώστε να αποφασίσουν εάν θα τον πατήσουμε τελικά. Μπορεί να μην έχουμε συναίσθηση του επιπλέον νοητικού φόρτου στον εγκέφαλό μας, ωστόσο υφίσταται και παίζει το ρόλο του. Σύμφωνα με έρευνες, οι άνθρωποι που διαβάζουν υπερκείμενα κατανοούν και μαθαίνουν λιγότερα από όσους διαβάζουν το ίδιο πράγμα σε έντυπη μορφή. Όσο περισσότεροι υπερσύνδεσμοι υπάρχουν σε ένα κείμενο, τόσο μεγαλύτερος είναι ο αρνητικός αντίκτυπος στην κατανόησή του.

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η εμπειρία της online ανάγνωσης είναι διαφορετική από την ανάγνωση ενός βιβλίου. Και συμφωνώ με τον Carr ότι είναι πιο εύκολο να βυθιστείς σε ένα βιβλίο σε σχέση με την οθόνη του υπολογιστή. Ο ισχυρισμός όμως ότι η ανάγνωση ενός βιβλίου αποτελεί γονιμότερη εμπειρία, ή ότι αδυνατούμε να διαχειριστούμε το νοητικό φόρτο της ανάγνωσης λέξεων με υπερσυνδέσμους, είναι καταγέλαστος.

Προσωπικά, δυσκολεύομαι πλέον να διαβάζω κείμενα χωρίς links. Όταν, για παράδειγμα, λαμβάνω άρθρα γνώμης προς δημοσίευση χωρίς κανέναν υπερσύνδεσμο, το κείμενο μου φαίνεται «άγονο». Οι σύνδεσμοι δεν λειτουργούν ως απλές υποσημειώσεις, με τις οποίες ο γράφων αποδεικνύει ότι έχει κάνει την απαραίτητη έρευνα για να υποστηρίξει τα επιχειρήματά του. Συνιστούν το στοιχείο που δίνει ζωή στις λέξεις που συναντάμε online. Σου επιτρέπουν να περιπλανηθείς όσο βαθιά θέλεις μέσα στον δαίδαλο των πληροφοριών. Δεν υπάρχει λόγος να μην λειτουργούν με τον ίδιο τρόπο και τα βιβλία, εμπλουτισμένα με συνδέσμους που να μπορούμε να διαβάζουμε στο πρόγραμμα περιήγησης του iPad μας.

Ίσως οι νευρικές οδοί του Carr να έχουν διαμορφωθεί οριστικά, ώστε η εμπειρία της διαδικτυακής έρευνας του προκαλεί αμηχανία. Βασικά αμφιβάλλω, καθώς δείχνει να κινείται με άνεση στο χώρο του διαδικτύου. Ίσως αυτό που πραγματικά τον ενοχλεί είναι η ανάδυση ενός κόσμου όπου οι αναγνώστες δεν αρκούνται πλέον να εμβαπτίζονται στην λεκτική κολυμβήθρα ενός συγγραφέα, και έπειτα να κάθονται και να συλλογίζονται πάνω σε όσα διάβασαν, σε πλήρη απομόνωση από κάθε άλλο λεκτικό περισπασμό.