Κοινωνικός δαρβινισμός

02-02-2015
 
Submit to FacebookSubmit to TwitterSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to Delicious

Το κείμενο που ακολουθεί αποτελεί αναδημοσίευση του άρθρου με τίτλο "Ο κοινωνικός δαρβινισμός" που καταχωρήθηκε στο blog gravitonio.blogspot.gr στις 08/09/2013.

Ο κοινωνικός δαρβινισμός είναι η αντίληψη ότι η θεωρία του Δαρβίνου, για την εξέλιξη μέσω της φυσικής επιλογής, έχει ισχύ και ως προς τις ανθρώπινες κοινωνικές δομές.

Επηρεασμένοι από τα γραπτά του Δαρβίνου, για τους μηχανισμούς και τις δυνάμεις που ωθούν την εξέλιξη στη φύση και συγκεκριμένα στα έμβια όντα, οι θεωρητικοί του κοινωνικού δαρβινισμού πιστεύουν ότι με παρόμοιο τρόπο συγκροτείται και εξελίσσεται η κοινωνική ζωή και του ανθρώπου.

Ο όρος κοινωνικός δαρβινισμός εισήχθη στο κοινωνικό και πολιτικό ευρωπαϊκό προσκήνιο το 1877, όπως προέκυψε από τις ιδέες του Τόμας Μάλθους, του Χέρμπερτ Σπένσερ και του Φράνσις Γκάλτον.

Σύμφωνα με τις ιδέες αυτές ο ισχυρότερος και ο ικανότερος πρέπει να επιβιώνει και να ευημερεί στην κοινωνία, ενώ αντίθετα ο αδύναμος και ο ανίκανος ή μη προσαρμοσμένος πρέπει να αφήνεται στην εξαφάνισή του.

Οι απόψεις περί κοινωνικού δαρβινισμού αναπτύχθηκαν κατά την περίοδο ακμής του καπιταλισμού του laissez-faire και του περιορισμού της κρατικής παρέμβασης. Συνδέθηκε γρήγορα, κατόπιν, με τις ρατσιστικές ιδέες καθώς και αυτές της ευγονικής.

Η ευγονική είναι ένα δόγμα που θεμελιώθηκε το 1883 από τον εξάδελφο του Δαρβίνου, Φράνσις Γκάλτον (1822-1911). Είχε σκοπό να «βελτιώσει τη φυλή» (δηλαδή την ανώτερη φυλή) ενθαρρύνοντας την αναπαραγωγή των πιο προικισμένων ατόμων και αποθαρρύνοντας την αναπαραγωγή των λιγότερο ικανών.

Ο Φράνσις Γκάλτον, γεννήθηκε στην Αγγλία το 1822, και υπήρξε παιδί-θαύμα σύμφωνα με διάφορες μαρτυρίες, καθώς έμαθε ανάγνωση από την ηλικία των 2 ετών και στα έξι του μελετούσε Shakespeare. Σπούδασε ιατρική σε ηλικία 16 ετών και στην συνέχεια το ενδιαφέρον του στράφηκε στα μαθηματικά. Όταν ο πατέρας του πέθανε, έγινε οικονομικά ανεξάρτητος και στράφηκε προς τα ταξίδια, τον αθλητισμό και τις εφευρέσεις.

Όταν ο εξάδερφός του Δαρβίνος δημοσίευσε την μελέτη του «Περί της καταγωγής των ειδών» το 1859, ο Γκάλτον επηρεάστηκε τόσο πολύ που θέλησε να μελετήσει με όρους εξέλιξης και την ανάπτυξη των πνευματικών ιδιοτήτων των ανθρώπων.

Έτσι επιδόθηκε στην μέτρηση κάθε λογής ανθρώπινων χαρακτηριστικών. Έκανε τις πρώτες μελέτες διδύμων, ταξινόμησε τα δακτυλικά αποτυπώματα, μελέτησε την κληρονομικότητα του ύψους και της ευφυίας κλπ. Ειδικά για την τελευταία είναι εκείνος που επινόησε τα τεστ νοημοσύνης (IQ test).

Το θέμα είναι ότι άρχισε να πείθεται ότι υπάρχουν κατώτεροι κι ανώτεροι άνθρωποι κι ότι είναι εγκληματικό να επιτρέπεται στους κατώτερους, να αναπαράγονται. Θεωρούσε ότι ήταν λάθος να υπάρχουν ιδρύματα κοινωνικής πρόνοιας και άσυλα φρενοβλαβών, τα οποία επιτρέπουν σε κατώτερους ανθρώπους να επιζούν κι ίσως να αναπαράγονται. Έτσι εισήγαγε τον όρο «ευγονική» από τις ελληνικές λέξεις «ευ» και «γόνος».

Η σύνδεση του κοινωνικού δαρβινισμού με τον «επιστημονικό» ρατσισμό έτυχε ιδιαίτερης επεξεργασίας από το Γάλλο ανθρωπολόγο Georges Vacher de Lapouge (1854-1936), ο οποίος δημοσίευσε το 1889 ένα δοκίμιο με τον τίτλο «Ο Άρειος». Γι’ αυτόν η «κοινωνική επιτυχία», ήταν απόκτημα μιας φυλής και οι φυλές ήταν άνισες – ορισμένες ανώτερες, όπως οι Άρειοι, ορισμένες κατώτερες (όπως οι Εβραίοι, οι μαύροι κ.α.).

Οι ιδέες του κοινωνικού δαρβινισμού αν και σε διαφορετική, πιο ακραία μορφή, εφαρμόστηκαν και από τους Ναζί της Γερμανίας για να δικαιολογηθούν τα αντίστοιχα προγράμματα ευγονικής, η οποία χρησιμοποιήθηκε ως πρόφαση για την εξόντωση Τσιγγάνων, Εβραίων, ομοφυλόφιλων, και κάθε άλλης ομάδας του πληθυσμού, μη ευπρόσδεκτης στο καθεστώς του Χίτλερ.

Οι Ναζί μέσω των ιδεών του κοινωνικού δαρβινισμού δικαιολογούσαν επιστημονικώς ακόμη και τους φόνους των Εβραίων στο Ολοκαύτωμα με το πρόσχημα ότι καθάριζαν την ανθρωπότητα από «κατώτερα γονίδια». Αρκετοί φιλοναζιστές διανοούμενοι διέκριναν «εξελικτική ηχώ» στις εκκαθαριστικές πρακτικές του Χίτλερ για την εξάλειψη ενός ολόκληρου λαού.

Στον αντίποδα οι Μαρξ και Έγκελς αν και αναγνώρισαν αμέσως την αξία του δαρβινισμού στη βιολογία, απέρριψαν τον κοινωνικό δαρβινισμό. Ο Ένγκελς επέμενε στην άρνησή του να εφαρμόσει βιολογικούς νόμους στις ανθρώπινες κοινωνίες. Οι πολιτικοί δαρβινιστές, έλεγε ο Ένγκελς, μπορούν να περιγραφούν «καταρχήν σαν κακοί οικονομολόγοι και κατά δεύτερον σαν κακοί φυσικοί επιστήμονες και φιλόσοφοι».

Το 1845, στη «Γερμανική Ιδεολογία», ο Μαρξ και ο Ένγκελς ισχυρίζονται ότι η ικανότητα να παράγει τα μέσα της επιβίωσής του διαχωρίζει τον άνθρωπο από τα υπόλοιπα ζώα: «Οι άνθρωποι μπορούν να διαχωριστούν από τα ζώα λόγω της συνείδησης, της θρησκείας ή για οποιοδήποτε λόγο επιθυμείτε. Οι ίδιοι αρχίζουν να διαχωρίζονται από τα ζώα μόλις αρχίσουν να παράγουν τα μέσα της επιβίωσης τους, ένα βήμα το οποίο υπαγορεύεται από τη φυσική τους οργάνωση. Με το να παράγουν τα μέσα της επιβίωσης τους, δημιουργούν έμμεσα και την υλική τους ζωή».

Το προφανές επιστημονικό σφάλμα της θεωρίας του κοινωνικού δαρβινισμού είναι ότι παραγνωρίζει το ρόλο της ανατροφής και της εκπαίδευσης, όσον αφορά τις διαφορές και τις ανισότητες που εμφανίζονται στις ανθρώπινες κοινωνίες.

Επιπλέον, παρά αυτήν την κοινωνική επέκταση που έλαβε η θεωρία του Δαρβίνου, στο έργο του δε συναντάμε ποτέ την ιδέα της προόδου που θα αναπτύξουν οι θεωρητικοί του κοινωνικού δαρβινισμού. Αντίθετα, η εξέλιξη στο δικό του έργο θεωρείται τυφλή, χωρίς στόχο, που οδηγεί σε καλύτερους (όσον αφορά την προσαρμογή τους στο περιβάλλον) και όχι σε ανώτερους (ότι και αν σημαίνει αυτό) οργανισμούς.

Ο Δαρβίνος δεν είχε την πρόθεση να δημιουργήσει μια θεωρία που θα αφορά τις ανθρώπινες κοινωνικές δομές, ή θα έχει μια δυνάμει επέκταση σε αυτές, αλλά στόχευε αποκλειστικά στη μελέτη της βιολογικής εξέλιξης.

Παράλληλα, αν και στη θεωρία του Δαρβίνου υπάρχει η αντίληψη του ανταγωνισμού λόγω της ανεπάρκειας των πόρων, αυτή η ανεπάρκεια ισχύει σε πολύ μικρό βαθμό στην κοινωνική ζωή, αφού ο άνθρωπος μπορεί σήμερα να παράγει τα αγαθά για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του. Η σπανιότητα των πόρων σήμερα δε θεωρείται φυσική, αλλά, αντίθετα, θεσπισμένη και βασισμένη στην άνιση κατανομή των πηγών και των μέσων παραγωγής.

Τα φιλοσοφικά προβλήματα του κοινωνικού δαρβινισμού είναι μάλλον αποθαρρυντικά και μοιραία για την βασιμότητα της κύριας θεωρίας του. Πρώτα απ’όλα υποπίπτει στην εσφαλμένη παραδοχή ότι οτιδήποτε είναι φυσικό είναι και ηθικά σωστό, ενώ ότι είναι μη φυσικό, είναι και καταδικαστέο. Με άλλα λόγια πέφτει θύμα της πίστης πως επειδή συμβαίνει κάτι στη φύση, εμείς οι άνθρωποι πρέπει οπωσδήποτε να το ακολουθούμε ως ηθικό παράδειγμα.

Πρόκειται για μία από τις παραδόσεις που μας άφησε ο μεσαιωνικός σχολαστικισμός, την φυσιοδιφική πλάνη της ταύτισης του φυσικού με το καλό. Έτσι οι φυσικοί νόμοι αντί να θεωρηθούν σαν απλές περιγραφές του πώς δουλεύει η φύση, απέκτησαν ηθική υπόσταση και θεωρήθηκαν η γέφυρα για το πέρασμα από το «είναι» στο «πρέπει».

Αυτή η ταύτιση του φυσικού με το σωστό, που είναι παλαιότερη από τη θεωρία της εξέλιξης, εκμεταλλεύεται την εξελικτική θεωρία για να ανανεώσει την κοινωνικοδαρβινική τάση και να της δώσει επιστημονική βαρύτητα. Ο ίδιος ο Δαρβίνος είχε αρνηθεί οποιονδήποτε «κώδικα ηθικής» αναγνωρίσιμο στη φυσική επιλογή.

Πολλές αρνητικές αντιδράσεις προς τον δαρβινισμό και την εξελικτική θεωρία, προέρχονται από την παρανόηση που υφίσταται μεταξύ του δαρβινισμού ως επιστημονική θεωρία με τον κοινωνικό δαρβινισμό ως ηθικολογική θεωρία. Στην πραγματικότητα αυτές οι δύο θεωρίες δεν έχουν κανένα κοινό σημείο εκτός από το όνομα.