Η πρωτοποριακή άποψη του Ξενοφάνη για το θεό

24-06-2015
 
Submit to FacebookSubmit to TwitterSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to Delicious

Οι περισσότεροι θεωρούν ότι οι Έλληνες φιλόσοφοι της αρχαίας περιόδου έτρεφαν σεβασμό και δεν καταφέρονταν ενάντια στην επικρατούσα θρησκεία και μυθολογία, όντας κατά κάποιο τρόπο γέννημα αυτής της παράδοσης. Αυτό εμπεριέχει μεγάλο βαθμό αλήθειας, καθώς καινοτόμοι φιλόσοφοι, όπως οι Στωικοί, δεν ξέκοψαν από την αρχαία παράδοση, απλά ερμήνευαν τα θεία ονόματα με φυσιοκρατικούς όρους (όπως για παράδειγμα την θεά Ήρα ως τη δύναμη του αέρα, με βάση τον αναγραμματισμό του ΑΗΡ), προσαρμόζοντας έτσι το μυθολoγικό πλαίσιο σε νέα σημαινόμενα.

Βέβαια οι μεγάλοι της φιλοσοφίας απέχουν κατά κάποιο τρόπο της πατροπαράδοτης θρησκείας, καθώς Σωκράτης, Πλάτων και Αριστοτέλης επαναπροσδιορίζουν ριζικά την έννοια της θεότητας. Ο Σωκράτης / Πλάτων μιλά συνήθως για τον θεό και όχι τους θεούς, συνεχίζει όμως να χρησιμοποιεί σε καίρια σημεία διαλόγων μύθους, όπως οι καταβάσεις στον Άδη. Ο Σωκράτης στον ‘Φαίδωνα’ ζητά να θυσιάσουν έναν αλέκτορα μόλις αναχωρήσει η ψυχή του. Ο Αριστοτέλης στα ‘Μεταφυσικά’ μιλά για τον θεό σαν ένα καθαρό νου που νοεί και μόνο νοεί, μέσα σε απόλυτη μακαριότητα, εντελώς μακριά από συναλλαγές με τους ανθρώπους, των οποίων οι προσευχές και οι θυσίες είναι μάλλον για τη δική τους ηρεμία, ισορροπία και παρηγοριά. Ο Σωκράτης στον 'Ευθύφρονα' γελοιοποιεί την άποψη ότι ο θεός έχει ανάγκη τις θυσίες των ανθρώπων. Ο Σωκράτης/ Πλάτων απαγορεύει από την 'Πολιτεία' του τον Όμηρο, καθώς θεωρεί ότι διαφθείρει τα ήθη. Τέλος, ας θυμηθούμε τη βασική κατηγορία κατά του Σωκράτη, που επέφερε τη θανατική του καταδίκη: διέφθειρε τους νέους ανατρέποντας την πατροπαράδοτη θρησκεία της πόλης.

Ποιος όμως κατ' εξοχήν καυτηρίασε το αρχαιοελληνικό πάνθεο; Ο προσωκρατικός Ξενοφάνης (570 π.Χ. - 480 π.Χ.) από την Κολοφώνα της Μ. Ασίας. Για να δούμε τα λόγια του:

"Όλα τα απόδωσαν στους θεούς ο Όμηρος κι ο Ησίοδος

όσα όνειδος και ψόγος είναι μες στους ανθρώπους,

να κλέβουν, να μοιχεύουν, ν' απατούν ο ένας τον άλλον.

Ότι οι θεοί γεννιούνται, έτσι οι θνητοί νομίζουν,

και ότι τη δική τους φορεσιά, φωνή και σώμα έχουν.

Όμως χέρια αν είχανε τα βόδια, τ' άλογα και τα λιοντάρια

σαν τους ανθρώπους,

να σχεδιάζουν με τα χέρια και να τελούνε έργα,

τ' άλογα όμοια με άλογα, τα βόδια όμοια με βόδια

θα σχεδίαζαν τις μορφές των θεών και σώματα θα φτιάχναν

τέτοια όπως το σώμα του καθενός θα ήταν.

Οι Αιθίοπες λένε πως οι θεοί τους είναι κοντοί και μαύροι

και οι Θράκες πυρόμαλλοι, γαλανομάτες.

Ένας θεός ο μέγιστος μες σε θεούς κι ανθρώπους

δεν είν' όμοιος με το σώμα των θνητών ούτε και με τη σκέψη.

Όλος μαζί νοεί, όλος ορά, όλος ακούει

κι ακίνητος στον ίδιο τόπο πάντα μένει,

ούτε στον εαυτό του επιτρέπει να πηγαίνει πέρα δώθε,

μα δίχως κόπο, με του νου τη δύναμη δονεί τα πάντα.

...

Από τη γη κι απ΄ το νερό γενήκαμε όλοι,

όλα απ' τη γη κι όλα στη γη τελειώνουν.

Πηγή του νερού ειν' η θάλασσα, πηγή και του ανέμου.

Τα νέφη δεν θα υπήρχανε χωρίς τον μέγα πόντο,

ούτε οι ροές των ποταμών, ούτε το βρόχινο το ύδωρ.

μα των νεφών, των ανέμων και των ποταμών

είναι γεννήτορας ο μέγας πόντος

...

Δεν υπέδειξαν στους θνητούς οι θεοί απ’ την αρχή τα πάντα

μα το καλύτερο με τον καιρό ζητώντας βρίσκουν.

Από τους ανθρώπους κανείς δεν είδε ούτε θα δει με ακρίβεια

κάτι για τους θεούς και για όλα όσα σας λέω.

Αλλά ακόμη και να τύχει να μιλήσει με τελειότητα για κάτι

ποτέ δε θα το μάθει, γιατί μέσα στα πάντα η δόξα πλέκεται.

Κι αυτά που φαίνονται να μοιάζουν με αλήθεια,

όμως δεν είναι."

Από το παραπάνω εκτεταμένο απόσπασμα φαίνεται στο πρώτο μέρος η κριτική του στάση για τους ανθρωπομορφικούς θεούς, αλλά στη συνέχεια φαίνεται ότι πιστεύει στην ύπαρξη ενός θεού που είναι εντελώς αδύνατο να γνωρίσει ο άνθρωπος, καθώς ακόμη και κάτι να γνωρίσει με ακρίβεια και τελειότητα ποτέ δεν θα έχει τον τρόπο να καταλάβει ότι είναι αλήθεια και όχι μια απλή υποκειμενική δοξασία, μια θέση πολύ κοντά σε αυτήν του Καρνεάδη, που είχαμε αναλύσει στο άρθρο του σκεπτικισμού.

Το απόσπασμα του Ξενοφάνη στα αρχαία ελληνικά έχει ληφθεί από το βιβλίο "Οι Προσωκρατικοί", Εκδ. Imago, 1984. Η μετάφραση είναι δική μου.