Ιησούς-Kant-Σωκράτης: οι ομοιότητες

15-04-2015
 
Submit to FacebookSubmit to TwitterSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to Delicious

Μια παράξενη παρόρμηση μου ήρθε αυτές τις 'άγιες' μέρες, να επιχειρήσω μια σύγκριση ανάμεσα στον λόγο του Χριστού που έρχεται από την Ανατολή και τον κατεξοχήν Δυτικό φιλοσοφικό λόγο, αυτόν του Καντ.

Η σύγκριση δεν αφορά μεταφυσικές δοξασίες ή απόψεις περί της βαθύτερης φύσης των πραγμάτων, αλλά τις ηθικές αρχές και τα κίνητρα των πράξεων και γενικότερα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, καθώς και τις ηθικές παροτρύνσεις και επιταγές.

Ο Καντ έχει μείνει γνωστός με την περίφημη Κοπερνίκεια Αντιστροφή από τον χώρο της αστρονομίας στον χώρο της φιλοσοφίας. Όπως δηλαδή ο Κοπέρνικος κατάφερε να εξηγήσει την κίνηση των πλανητών μεταθέτοντας το κέντρο από τον γήινο παρατηρητή στον ήλιο, έτσι και ο Καντ κατόρθωσε να εξηγήσει την αντίληψη των αισθητών πραγμάτων μεταθέτοντας το επίκεντρο της πραγματικότητας από τα αντικείμενα στο υποκείμενο. Έτσι ο Καντ ξεπέρασε τη μεγάλη δυσκολία των εμπειριστών να μεταβούν από την αισθητή πραγματικότητα στην αντίληψή της εκ μέρους του ανθρώπου. Πώς; Θεωρώντας ότι η αντίληψή μας είναι συνυφασμένη με τις λειτουργίες και τις δυνατότητες του ανθρώπινου νου, οπότε η αντίληψη είναι απλά μια νοητική λειτουργία που παίρνει αφορμή από τα αισθητά, αλλά είναι εντελώς αυθαίρετο να πιστεύουμε ότι αυτό που αντιλαμβανόμαστε είναι τα πράγματα καθεαυτά, αφού κάτι τέτοιο είναι εντελώς ανέφικτο.

Μήπως ο Καντ έκανε και στην Ηθική μια αντίστοιχη ρήξη με αυτήν της γνωσιολογίας; Όντως αυτό συνέβη με την περίφημη κατηγορική προσταγή του: ηθική πράξη είναι εκείνη η οποία δεν τελείται κατ’ ανάγκη για την εκπλήρωση κάποιας επιθυμίας, αλλά αποτελεί ένα καθήκον του ανθρώπου καθώς προσαρμόζεται στον Παγκόσμιο Νόμο. Η ηθική πράξη είναι εκείνη που είναι σύμφωνη με τη εσωτερική φύση του ανθρώπου, και δεν εξαρτάται από κίνητρα, σκοπούς και επιθυμίες, ακόμη και αν μερικές φορές συνυπάρχει με αυτά. Μια τέτοια πράξη αποτελεί τη μόνη πραγματική ελεύθερη δράση, καθώς μόνο εκείνος που υπακούει στον Παγκόσμιο Νόμο είναι ελεύθερος, σε αντίθεση με τις πράξεις των ανθρώπων που ενεργούν κάτω από την ανάγκη εκπλήρωσης των επιθυμιών τους. Αν κάποιος πεινά και κλέψει, τότε δεν ενεργεί ηθικά ούτε ελεύθερα, καθώς είναι υποδουλωμένος στην ανάγκη του, ενώ αντίθετα αν υπομείνει την πείνα προσπαθώντας να αποκτήσει την τροφή του με ένα νόμιμο τρόπο (προσφέροντας κάποιες υπηρεσίες) τότε λειτουργεί ηθικά και ελεύθερα παρά τις δυσκολίες που περνά.

Πόσο κοντά είναι άραγε αυτή η θέση με τις αρχαιοελληνικές ιδέες και τις ιδέες του Χριστού;

Ο Σωκράτης και κατ’ επέκταση ο Πλάτωνας μιλούν με απέραντο σεβασμό για τους νόμους, θεωρώντας ότι είναι απαραίτητοι για την αρμονική κοινωνική συμβίωση και επίσης ότι οι νόμοι έχουν θεσπιστεί από φωτισμένους νομοθέτες ή και από τους ίδιους τους θεούς. Μια τέτοια αντίληψη των νόμων είναι πολύ κοντά στον Καντιανό Παγκόσμιο Νόμο. Οπότε η προσαρμογή των ανθρώπινων πράξεων προς τον Νόμο δεν διαφέρει από τη συμπεριφορά των ανθρώπων σύμφωνα με το αληθές και το δίκαιο, που είναι το Πλατωνικό Αγαθό. Όσον αφορά την ταυτόχρονη αίσθηση της ηδονής, την οποία ο Καντ δεν θεωρεί απαραίτητη, επίσης και ο Πλάτωνας, στο τελευταίο έργο του, τον Φίληβο, τοποθετεί την ηδονή και μάλιστα την αγνή ηδονή (και όχι την μικτή ηδονή) σε ένα επίπεδο χαμηλότερο της αλήθειας και των νοητών πραγμάτων. Ο Αριστοτέλης όμως συνδέει άρρηκτα την ηθική πράξη με την ηδονή και την ευδαιμονία, τοποθετώντας την σε μια κατάσταση μέτρου μακράν των άκρων.

Όσον αφορά τον λόγο του Χριστού, ποια είναι η βασική εντολή του; ‘Αγάπα τον πλησίον σου σαν τον εαυτό σου’ και μην κάνεις στον άλλον οτιδήποτε δεν θα ήθελες να σου κάνουν οι άλλοι. Μια τέτοια θέση είναι πολύ κοντά στην Καντιανή τοποθέτηση περί προσαρμογής στον Παγκόσμιο Νόμο, καθώς το στοιχείο της παγκοσμιότητας υποδηλώνει ότι η ηθική δεν εξαρτάται από τα κίνητρα και τις επιθυμίες του κάθε ατόμου χωριστά, οι οποίες μπορούν κάλλιστα να έρχονται σε σύγκρουση μεταξύ τους. Αν εκπληρώσω την επιθυμία μου κλέβοντας κάποιον, ωφελούμαι εγώ επί ζημία κάποιου άλλου και σίγουρα προβαίνω σε μια πράξη την οποία δεν θα ήθελα με κανένα τρόπο να υποστώ εγώ ο ίδιος. Γιατί όμως άραγε τοποθετεί ο Ιησούς σαν υπέρτατο μέτρο σύγκρισης τον εαυτό; Αυτό δεν βρίσκεται φαινομενικά σε αντίθεση με την παγκοσμιότητα μιας απόλυτης αρχής και επίσης με το προαναφερθέν κριτήριο αλλαγής ρόλου μεταξύ του τελούντος την πράξη και του υφισταμένου τα αποτελέσματά της;  Η φαινομενική αυτή αντίθεση διαλύεται αν ανατρέξουμε σε άλλες φράσεις του Ιησού που ταυτίζουν τον εαυτό με την ψυχή και την ψυχή με την βασιλεία των ουρανών, υπονοώντας ότι ο εαυτός είναι το εσώτερο μέρος του ανθρώπου, που συνδέεται άμεσα με τον θεό, δηλαδή το δίκαιο και το αγαθό, ή με άλλα λόγια τον Παγκόσμιο Νόμο του Καντ.