«Η ηδονή είναι η αφετηρία και ο σκοπός του μακαρίως ζην. Γιατί την ηδονή τη θεωρούμε πρωταρχικό και έμφυτο αγαθό. Από την ηδονή ξεκινούμε, όταν επιλέγουμε ή αποφεύγουμε κάτι, και στην ηδονή επιστρέφουμε χρησιμοποιώντας ως κριτήριο για κάθε αγαθό τη δική μας εμπειρία της ηδονής» (Επιστολή Επίκουρου προς Μενοικέα, 128-9).
Όλοι βέβαια γνωρίζουμε ότι η λέξη κλειδί της διδασκαλίας του Επίκουρου είναι η ηδονή. Και εύκολα καταλαβαίνουμε την έντονη αντίθεση του χριστιανισμού στον επικουρισμό. Πώς όμως εννοούσε την ηδονή ο Επίκουρος, καθώς με την ιδέα και την κατάσταση της ηδονής είχαν ασχοληθεί όλοι οι σημαντικοί φιλόσοφοι της αρχαιότητας και σε γενικές γραμμές διέκειντο ευνοϊκά προς αυτήν. Ο Πλάτωνας εκθείαζε την άμικτη καθαρή ηδονή στον διάλογο του, τον ‘Φίληβο’, ενώ ένας από τους βασικούς μαθητές του Σωκράτη, ο Αρίστιππος θεωρούσε ως σκοπό του ανθρώπου και υπέρτατο αγαθό τη σωματική ηδονή. Η απόσταση της διδασκαλίας του Επίκουρου από αυτήν του Αρίστιππου είναι τεράστια. Ο Επίκουρος ήταν ερευνητής της φύσης του κόσμου και του ανθρώπινου βίου και αντιμετωπίζει την ηδονή ως μια συνολική κατάσταση του ανθρώπινου είναι, σωματική, ψυχική και πνευματική, με κύριο χαρακτηριστικό «την απαλλαγή από τον πόνο του σώματος και την ταραχή του νου», δηλώνοντας επίσης ότι «την ευχάριστη ζωή δεν την εξασφαλίζουν το πιοτό και τα αδιάκοπα ξεφαντώματα, ούτε οι σεξουαλικές ηδονές, ούτε η απόλαυση των ψαριών και οι άλλες λιχουδιές του πλούσιου τραπεζιού, αλλά ο νηφάλιος στοχασμός που αναζητεί τις αιτίες για κάθε εκλογή και απόρριψη και απομακρύνει τις δοξασίες που δημιουργούν την πιο μεγάλη σύγχυση στο νου». Στο ίδιο πνεύμα εξυμνεί την αυτάρκεια και την απελευθέρωση από τις φορτικές επιθυμίες που δεν μπορούν εύκολα να εκπληρωθούν.
Τι είδους άνθρωπος ήταν άραγε αυτός ο Επίκουρος; ένας στεγνός διανοούμενος που είχε φτιάξει μια σχολή με συγκεκριμένο σώμα μαθημάτων όπως και τόσοι άλλοι; Όχι, επρόκειτο για έναν άνθρωπο που αντί να φτιάξει μια σχολή όπου να μελετώνται αυστηρά διάφορα επιστημονικά και φιλοσοφικά ζητήματα, επέλεξε να αγοράσει έναν κήπο στην Αθήνα γύρω στο 300 π.Χ., μεταξύ Δίπυλου και Ακαδημίας, όπου εκεί απλά χαιρόταν να συζητά με τους φίλους του, μες στους οποίους συμπεριλαμβάνονταν και οι γυναίκες και κάτι μοναδικό για την εποχή του, ακόμη και οι δούλοι. Ήταν ο ίδιος ένα ζωντανό παράδειγμα προς μίμηση με την γλυκύτητα και την αταραξία που τον χαρακτήριζαν, και γι’ αυτό αποκαλείτο από τους μαθητές του και τους φίλους του σωτήρας και φωτοδότης. Οι μαθητές του μάλιστα είχαν πειστεί τόσο για την αλήθεια και την πρακτική αξία της διδασκαλίας του που την μετέδιδαν με ιεραποστολική μανία. Την εποχή εκείνη η απήχηση των Πλατωνικών και των Αριστοτελικών ιδεών ήταν αντιστρόφως ανάλογη της συνεχώς αυξανόμενης επιρροής των Στωικών και των Επικούρειων. Παρά το τεράστιο βάρος που απέδιδε στην πρακτική ζωή, δεν έπαυε βέβαια, ως Έλληνας στοχαστής, να ερευνά σε βάθος και λεπτομέρεια τη φύση και την προέλευση του κόσμου και του ανθρώπου, τη διαδικασία απόκτησης της γνώσης, τη φύση των θεών, τη φύση και την μοίρα της ανθρώπινης ψυχής, την ύπαρξη ή όχι της ελεύθερης βούλησης. Η βασική πηγή που απέμεινε για να πληροφορηθούμε τις ιδέες του είναι το «Κύριαι Δόξαι» του Διογένη του Λαέρτιου, καθώς τα περισσότερα από τα κείμενα του χάθηκαν. Η απώλεια αυτή ήταν τεράστια, καθώς ο Επίκουρος ήταν ο πολυγραφότερος όλων των φιλοσόφων (περισσότερο κι απ’ τον Πλάτωνα και τον Αριστοτέλη), έχοντας συγγράψει 37 βιβλία περί φύσεως.
Θα επικεντρωθώ στη βασική του θεωρία για τη φύση του κόσμου, όπου ακολουθεί και εξελίσσει την ατομική θεωρία του Δημόκριτου. Πάνω στη θεωρία αυτή της δομής του κόσμου μόνο από άτομα και κενό, βασίζει στη συνέχεια με αξιοπρόσεκτη συνέπεια και συνοχή τις απόψεις του για τη διαδικασία σχηματισμού της γνώσης, καθώς και τη φύση των θεών και της ανθρώπινης ψυχής. Βασική συνεισφορά στην Επικούρεια φιλοσοφία κάνει 2,5 αιώνες αργότερα ο Λουκρήτιος, ο οποίος στο διάσημο έργο του Περί της φύσεως των πραγμάτων (Dererumnatura) εξελίσσει την θεωρία του Επίκουρου για την κίνηση των ατόμων, στην οποία στηρίζει, μεταξύ άλλων, την ελευθερία βούλησης του ανθρώπου.
Ο κόσμος, κατά τον Επίκουρο, είναι φτιαγμένος από άτομα που κινούνται μέσα σε κενό χώρο. Τα άτομα του Επίκουρου, σε αντίθεση με τα άτομα του Δημόκριτου, είναι διαφόρων σχημάτων, μεγεθών και βαρών, καθώς παρόλο που δεν διασπώνται εν τούτοις αποτελούνται από ένα πλήθος μικροσκοπικών μονάδων, διαφορετικό κατά περίπτωση. Η αισθητηριακή αντίληψη ενός αντικειμένου γίνεται λόγω της εκτίναξης ομάδων ατόμων (ειδώλων) από την εξωτερική επιφάνεια του αντικειμένου, της κίνησης του μέσα στον κενό χώρο και την άφιξη τους στο σχετικό αισθητηριακό όργανο (μάτι, αυτί κλπ). Αν οι απορροές αυτές των ατόμων δεν υποστούν αλλοίωση της δομής τους κατά την είσοδο στο όργανο τότε έχουμε σωστή (εναργή) αντίληψη του αντικειμένου, αλλιώς μια εσφαλμένη αντίληψη. Η κατηγοριοποίηση στον νου παρόμοιων αισθητηριακών εντυπώσεων δημιουργεί στο νου τις έννοιες (ή με την επικούρεια ορολογία προλήψεις). Στο σημείο αυτό μπορούμε να δούμε την τεράστια επίδραση του Επίκουρου στις νεότερες εμπειριστικές θεωρίες του Locke και του Hume. Ο Επίκουρος δίνει επίσης μια εξήγηση των φανταστικών κατασκευασμάτων του νου (κένταυροι, τέρατα κλπ) μέσω της μίξης των απορροών.
Ιδιαίτερη πρωτοτυπία έχει η άποψη του για τη φύση των θεών και την αντίληψη των θεών από τον άνθρωπο. Ο Επίκουρος είναι πεπεισμένος για την ύπαρξη των θεών, οι οποίοι μάλιστα είναι φτιαγμένοι από τα λεπτότερα δυνατά άτομα. Τα άτομα αυτά διαχέονται από την επιφάνεια των θεών υπό τη μορφή λεπτών απορροών και εισδύουν κατ’ ευθείαν στο νου του ανθρώπου, παρακάμπτοντας τα αισθητήρια του όργανα. Οι θεοί, κατά τον Επίκουρο, είναι το υψηλότερο πρότυπο για τον άνθρωπο, καθώς βρίσκονται σε απόλυτη αταραξία, σε μια κατάσταση απόλυτης ηδονής, χωρίς να εμπλέκονται σε κανένα ζήτημα, διατηρώντας την απόλυτη αυτάρκεια. Αυτή η μη εμπλοκή τους στις γήινες υποθέσεις των ανθρώπων, οδήγησε σε μια μεγάλη παρεξήγηση θεώρησης των Επικούρειων ως άθεων.
Η ψυχή, κατά τον Επίκουρο, είναι ξεχωριστή από το ανθρώπινο σώμα, έχει βέβαια και αυτή σωματική διάσταση (εφόσον το μόνο που υπάρχει είναι σώματα που απαρτίζονται από άτομα και κενό) αλλά αποτελείται από λεπτότατα μέρη, διεσπαρμένα στο σύνολο των μερών του ανθρώπινου σώματος. Τα άτομα της ψυχής είναι πολύ μικρά και σφαιρικά. Η ψυχή χαρακτηρίζεται από αέρα, θερμότητα, αναπνοή και μια τέταρτη ‘φύση’ που δεν κατονομάζεται και ειδικά αυτή η ανώνυμη φύση είναι το εξέχον χαρακτηριστικό της με τη βοήθεια του οποίου δίνει τη ζωτικότητα στο ανθρώπινο σώμα. Το ανθρώπινο σώμα χωρίς ψυχή δεν ζει ούτε αντιλαμβάνεται αλλά και η ψυχή χωρίς ανθρώπινο σώμα δεν μπορεί να εκδηλώσει καμία ζωτική ή αντιληπτική λειτουργία. Έτσι απαντά και στο ζήτημα της συνέχισης ή μη της αντίληψης μετά θάνατο. Τέτοια αντίληψη δεν μπορεί να υπάρχει και με αυτόν τον τρόπο παύει η αγωνία του ανθρώπου για πιθανούς πόνους και βασανιστήρια μετά θάνατο αλλά παύει και ο φόβος για την ανυπαρξία, καθώς δεν θα υπάρχει καμία αντιληπτική λειτουργία.
Ένα μεγάλο ζήτημα στην ατομική θεωρία των Επικούρειων ήταν η κατεύθυνση κίνησης των ατόμων. Αν αυτά έχουν βάρος θα φανταζόταν κανείς ότι λόγω του βάρους θα κινούνταν όλα προς την ίδια κατεύθυνση, χωρίς δυνατότητα σύγκλισης της πορείας τους και συσσωμάτωσης τους σε σύνθετα σώματα. Γι’ αυτό ο Λουκρήτιος εισάγει την θεωρία της εκτροπής των ατόμων σε απροσδιόριστο χώρο και χρόνο. Οι τυχαίες αυτές εκτροπές προκαλούν συγκλίσεις, συγκρούσεις και συσσωματώσεις. Τέτοιες μάλιστα εκτροπές των ατόμων του νου είναι στιγμιαίες ευκαιρίες που μπορεί να χρησιμοποιήσει ο άνθρωπος για την άσκηση της ελεύθερης βούλησής του. Κι έτσι μια ελεύθερη πράξη έχει μέσα της το στοιχείο του φυσικού απρόβλεπτου και του ανθρώπινου συντονισμού με την ευκαιρία που του δίνει η ίδια η φύση.
Βασική πηγή: A.A. Long, “Η Ελληνιστική Φιλοσοφία”, ΜΙΕΤ, 1990)