Αποδείξεις για την αθανασία της ψυχής στον Πλατωνικό Φαίδωνα

12-05-2015
 
Submit to FacebookSubmit to TwitterSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to Delicious

Ως γνωστόν, το ζήτημα της αθανασίας της ψυχής παραμένει (και μάλλον θα συνεχίζει πάντοτε να είναι) ένα από τα ανοικτά φιλοσοφικά προβλήματα, αυτά δηλαδή που δεν μπορούν ποτέ να απαντηθούν με βεβαιότητα, παρά την τεράστια σημασία του για όλες τις εκφάνσεις της ψυχολογίας, της νοοτροπίας και της συμπεριφοράς του ανθρώπου. Κι όμως 2500 σχεδόν χρόνια πριν υπήρξε κάποιος που επεχείρησε να αποδείξει την αθανασία της ανθρώπινης ψυχής μέσω απλής καθαρής λογικής, χωρίς την συνεισφορά της πίστης, καθώς η πίστη κατ' αυτόν συνδεόταν με τη δοξασία, την ατελή γνώση. Ο άνθρωπος αυτός είναι ο Σωκράτης, ο οποίος λίγο πριν εξαναγκαστεί να πιει το κώνιο, είχε μια ψύχραιμη, νηφάλια και γεμάτη χιούμορ συζήτηση με τους εταίρους του.

Επιχείρημα 1ο (το επιχείρημα των εναντίων από τον Σωκράτη). Κάθε τι γίνεται από το ενάντιο του. Για να εμφανιστεί το μεγαλύτερο πρέπει να υπάρχει κάτι άλλο μικρότερο, ως προς το οποίο αυτό να είναι μεγαλύτερο. Για να αφυπνιστεί κάποιος πρέπει προηγουμένως να κοιμόταν και για να κοιμηθεί πρέπει προηγουμένως να ήταν ξύπνιος. Με την ίδια λογική, οι νεκροί γίνονται από τους ζωντανούς αλλά και οι ζωντανοί από τους νεκρούς. Πράγματι παρατηρούμε να εμφανίζονται (γίνονται) ζωντανοί συνεχώς σε αυτόν τον κόσμο (μέσω της διαδικασίας της γέννησης). Αυτοί οι ζωντανοί, κατά τον Σωκράτη, γίνονται από κάποιους νεκρούς, με άλλα λόγια η γένεση των ζωντανών προϋποθέτει την προΰπαρξη των νεκρών. Οι θάνατοι και οι αναβιώσεις δεν τελειώνουν ποτέ, συμπληρώνει το επιχείρημά του ο Σωκράτης. Γιατί αν δεν συνέβαιναν οι αναβιώσεις, δεν γίνονταν δηλαδή ζωντανοί από τους νεκρούς, τότε όλα θα είχαν οδηγηθεί στο θάνατο και δεν θα υπήρχε πλέον ζωή.

Σχετικά με τη θέση ότι οι ζωντανοί γίνονται από προΰπάρχοντες νεκρούς συμφωνεί ο Κέβης και μάλιστα προτείνει ο ίδιος την περαιτέρω στήριξη της θέσης αυτής μέσω της Σωκρατικής θεωρίας της ανάμνησης, την οποία εκθέτει σε λεπτομέρεια πάλι ο Σωκράτης, στο επόμενο επιχείρημα.

Επιχείρημα 2ο (το επιχείρημα της ανάμνησης από τον Σωκράτη). Η διαδικασία της γνώσης κάποιου πράγματος, όπως εκτέθηκε και σε άλλους διαλόγους ιδίως στον Μένωνα, είναι μια διαδικασία ανάμνησης. Ο άνθρωπος δηλαδή κατορθώνει, μέσω της διαλεκτικής, να θυμηθεί κάτι που ήδη γνωρίζει. Πότε όμως το γνώρισε, εφόσον κατά τη στιγμή της γέννησής του δεν γνωρίζει τίποτα; Η μόνη εφικτή απάντηση είναι ότι το γνώρισε πριν γεννηθεί, δηλαδή όσο ήταν στον άλλο κόσμο, στον κόσμο των νεκρών, ως νεκρός. Η αποδοχή της διαδικασίας της ανάμνησης είναι απόλυτη από τους συνομιλητές του, εκτός από μια μικρή διαφοροποίηση του Σιμμία, ο οποίος θέτει την πιθανότητα να λαμβάνουμε τη γνώση ακριβώς τη στιγμή που γεννιόμαστε. Αλλά τότε, του απαντά ο Σωκράτης, πώς είναι δυνατόν ακριβώς την ίδια στιγμή και να λαμβάνουμε τη γνώση και να τη χάνουμε; Αδύνατο.

Λύνοντας και αυτή τη λεπτομέρεια, όλοι οι συνομιλητές πείθονται ότι ζωντανοί γίνονται από τους νεκρούς, αλλά παραμένει το αδύναμο σημείο ότι αυτοί οι προΰπάρχοντες νεκροί έχουν γίνει από ζωντανούς. Όλοι δηλαδή δέχονται ότι η ψυχή προϋπάρχει της γέννησης του ανθρώπου, αλλά δεν έχει αποδειχθεί ότι η ψυχή αυτή ανήκε προηγουμένως σε κάποιον ζωντανό. Παραμένει δηλαδή διάχυτη στην ατμόσφαιρα της παρέας ότι αυτή η άγνωστη ουσία, η ψυχή, υπάρχει όντως πριν την ενσάρκωση της σε ένα σώμα, αλλά δεν είναι τουλάχιστον ακόμη αποδεκτό ότι υπάρχει και μετά το θάνατο του σώματος. Αυτό δεν σημαίνει ότι μπορεί κάλλιστα να χάνεται στη συνέχεια μαζί ή έστω αργότερα από την καταστροφή και διάλυση του σώματος. Σε αυτό το σημείο μάλιστα ο Σιμμίας και ο Κέβης προβάλλουν τα δικά τους επιχειρήματα (αντεπιχειρήματα ως προς τη θέση του Σωκράτη) για να αποδείξουν ότι η ψυχή χάνεται μετά θάνατο, είτε άμεσα είτε μετά από ένα διάστημα.

Αντεπιχείρημα 1ο (το επιχείρημα της ψυχής ως αρμονίας των ήχων μιας λύρας από τον Σιμμία). Ο Σιμμίας παραβάλλει τη ψυχή με τους αρμονικούς ήχους που προκαλούνται από το παίξιμο των χορδών της λύρας, η οποία έτσι παίρνει τη θέση του σώματος. Όσο η λύρα υπάρχει και οι χορδές δονούνται, υπάρχει και η μουσική αρμονία. Μόλις οι χορδές της λύρας σπάσουν, είναι αδύνατο να παραχθεί οποιαδήποτε μουσική. Με άλλα λόγια μόλις το σώμα καταστραφεί, χάνεται μαζί του και η ψυχή.

Το αντεπιχείρημα αυτό είναι πολύ ισχυρό. Είναι μια ποιητική έκφραση της νεότερης υλιστικής αντίληψης ότι η ψυχή, το πνεύμα, ο νους είναι επιφαινόμενα της ύλης. Κι όμως ο Σωκράτης κατορθώνει να το καταδείξει ως άσχετο με την ψυχή και έτσι να το ακυρώσει. Ο ήχος που προκαλείται από τη λύρα λέει είναι περισσότερο ή λιγότερο αρμονικός, μπορεί να γίνει ακόμη και δυσαρμονικός. Η ψυχή όμως, που προσδίδει στο σώμα τη ζωή, είναι πάντοτε συνδεδεμένη με την αρετή και το αγαθό, επομένως δεν επιδέχεται αυτούς τους βαθμούς αρμονίας και δυσαρμονίας, αρετής και κακίας. Επιπλέον χρησιμοποιεί ο Σωκράτης και ένα δεύτερο επιχείρημα για την αντίκρουση της θέσης του Σιμμία: Ο ήχος της λύρας είναι ένα σύνθετο πράγμα που εξαρτάται ολοκληρωτικά από την κίνηση και το τέντωμα των χορδών. Αντίθετα η ψυχή είναι ασύνθετη και όχι μόνο δεν εξαρτάται δουλικά από τις ανάγκες του σώματος αλλά μπορεί και να κυριαρχήσει απέναντι τους. Μπορεί το σώμα να πεινά και να διψά αλλά η ψυχή, για τους δικούς της σκοπούς, να κάνει τον άνθρωπο να απέχει από το νερό και την τροφή. Μπορεί το σώμα να πονά από μια ασθένεια αλλά η ψυχή να οδηγεί τον άνθρωπο να ακολουθήσει μια συγκεκριμένη ιατρική πρακτική, παρά τους σωματικούς πόνους που συνεπάγεται η πρακτική αυτή. Μπορεί το σώμα να θέλει να κοιμηθεί και να ξεκουραστεί αλλά ή ψυχή να οδηγεί τον άνθρωπο να κάνει μια κοπιαστική γυμναστική. Όλοι πείθονται από τη συλλογιστική του Σωκράτη και ο λόγος δίνεται στον Κέβη για το δικό του, επίσης σημαντικό αντεπιχείρημα.

Αντεπιχείρημα 2ο (το επιχείρημα της ψυχής ως ενός ανθρώπου που φορά και λιώνει διαδοχικά ενδύματα από τον Κέβητα). Εδώ ο Κέβης προβάλλει το δικό του επιχείρημα για την απώλεια της ψυχής, μετά από ένα αριθμό ενσαρκώσεων, κατά τις οποίες βαθμιαία φθείρεται. Η ψυχή επιζεί μετά θάνατο και αναμένει στο χώρο των νεκρών μέχρις ότου και πάλι ενσαρκωθεί, και αυτό όχι μόνο μια φορά, αλλά και πάλι και πάλι και πάλι… Όχι όμως επ’ άπειρο, καθώς για να μπορεί να κάνει ό,τι κάνει ξοδεύει ενέργεια, οπότε είναι μοιραίο, αφού χρησιμοποιήσει διαδοχικά πολλά σώματα, και αυτά λιώσουν το ένα μετά το άλλο, στο τέλος να λιώσει κι αυτή η ίδια.

Τι να πει κανείς μπροστά σε ένα τέτοιο επιχείρημα; Μοιάζει άτρωτο, καθώς πηγάζει από τη γνώση των φυσικών διαδικασιών. Τίποτε δεν διατηρείται στη φύση χωρίς την παράλληλη φθορά κάποιου πράγματος. Μοιάζει απόλυτα εύλογο, αν κανείς έχει εντρυφήσει στους νόμους της γένεσης και της φθοράς. Συνεχώς γεννιούνται σώματα που τα ζωοποιεί, τα διοικεί και τα κατευθύνει η ψυχή. Ως πότε όμως; Δεν είναι φυσικό και λογικό και αυτή κάποτε να αναλωθεί; Όλοι οι συνομιλητές σιώπησαν. Η αμηχανία ήταν τεράστια. Ο Σωκράτης, προσπαθώντας να κερδίσει χρόνο, αρχίζει να ρητορεύει περί ανέμων και υδάτων, να κάνει μια σύντομη ανασκόπηση των θεωριών περί φύσεως των παλαιότερων φιλοσόφων και κυρίως του Αναξαγόρα, εκφράζοντας την αγανάκτησή του για την αδυναμία τους στο να δείξουν την πραγματική φύση των πραγμάτων. Κι εκεί που όλοι νόμιζαν ότι το παιχνίδι είχε χαθεί, προσφέρει το τελικό του επιχείρημα, που η δύναμη της απλότητας του είναι πράγματι ανυπέρβλητη. Εκ πρώτης όψεως μοιάζει με ταυτολογικό σόφισμα. Κι όμως δεν είναι. Παρακολουθήστε το.

Επιχείρημα 3ο (το επιχείρημα του αδύνατου συνύπαρξης των εναντίων του Σωκράτη). Κάθε πράγμα είναι αυτό που είναι καθώς επιφέρει τη βασική ιδέα που το χαρακτηρίζει. Για παράδειγμα η δυάδα επιφέρει την ιδέα του αρτίου και η τριάδα την ιδέα του περιττού, το χιόνι την ιδέα του ψυχρού και η φωτιά την ιδέα του θερμού. Δεν μπορεί ποτέ το χιόνι να παραμείνει χιόνι αν δεχθεί την ιδέα του θερμού επειδή ήδη επιφέρει εντός του την ενάντια προς το θερμό ιδέα, την ιδέα του ψυχρού. Δηλαδή όχι μόνο το ψυχρό δεν μπορεί να συνυπάρξει με το ενάντιό του το θερμό αλλά ούτε και τα πράγματα που επιφέρουν το ψυχρό, όπως είναι το χιόνι, δεν μπορούν να δεχτούν και να συνυπάρξουν με το θερμό.

Στο σημείο όμως αυτό κάποιος από τους συνομιλητές αντέδρασε, λέγοντας ότι ο Σωκράτης αντιφάσκει, γιατί στο 1ο του επιχείρημα είχε πει ότι το κάθε πράγμα προκύπτει από το αντίθετό του. Και βέβαια ο Σωκράτης βάζει τα πράγματα στη θέση τους, λέγοντας ότι εδώ μιλά για κάτι διαφορετικό, το αδύνατο της συνύπαρξης των εναντίων στο ίδιο πράγμα και όχι τη γένεση του ενός από το άλλο. Δεν μπορεί δηλαδή κάτι να είναι άρτιο και περιττό ταυτόχρονα.

Και συνεχίζει για να ολοκληρώσει το τελικό του επιχείρημα. Ποιο πράγμα είναι που δίνει τη ζωή στο σώμα; Η ψυχή. Αυτό αποτελούσε μια πανθομολογούμενη αλήθεια. Η ψυχή λοιπόν επιφέρει την ιδέα της ζωής, όπως η δυάδα την ιδέα του αρτίου και το χιόνι την ιδέα του ψυχρού. Ποιο είναι το ενάντιο της ζωής; ο θάνατος. Εφόσον λοιπόν η ψυχή επιφέρει την ιδέα της ζωής, αποκλείεται ποτέ να δεχτεί εντός της την ενάντια ιδέα, την ιδέα του θανάτου, γιατί είναι αδύνατο να συνυπάρξουν εντός της οι δυο ενάντιες ιδέες, του θανάτου και της ζωής. Έτσι λοιπόν με την ίδια λογική, όπως η δυάδα είναι αδύνατο να δεχτεί την ιδέα του περιττού, έτσι και η ψυχή είναι αδύνατο να δεχτεί την ιδέα του θανάτου. Είναι, συνεπώς, αθάνατη.