Το παρακάτω άρθρο γράφτηκε από τη φίλη του site, Νεφέλη.
Αφορμή για το παρακάτω κειμενάκι αποτέλεσε μια φράση από το πρόσφατο άρθρο του Dytax για τον Μεγάλο Αλέξανδρο. Συγκεκριμένα, η αναφορά του στο ρόλο των Μεγάλων Δυνάμεων στην ίδρυση του ελληνικού κράτους μου επανέφερε στη μνήμη διαπληκτισμούς με διάφορους Βρασίδες (για να κλέψω την έκφραση του Occilegio) σχετικά με αυτό ακριβώς το θέμα. Γενικώς η εθνική αφήγηση στην Ελλάδα – εντάξει, και όλες οι αντίστοιχες παγκοσμίως στο κάτω κάτω – συνδέεται με μύθους ή έστω με τη μερική αποσιώπηση της αλήθειας. Ας μην το αποκαλέσουμε αποσιώπηση, ας πούμε ότι στη νοητή αναπαράσταση των γεγονότων στο μυαλό μας χρησιμοποιούμε μια κολακευτική φωτοσκίαση, από εκείνες που καλύπτουν μαστορικά τα ψωμάκια και το σωσίβιο.
Τι εννοώ με τα παραπάνω; Επειδή, σε αντίθεση με τους (υποθέτω) σκληρόπετσους administrators, η δική μου λεπταίσθητη ιδιοσυγκρασία δε σηκώνει το πολύ μπινελίκωμα, θα ξεκινήσω ξεκαθαρίζοντας τι δεν εννοώ: Δεν εννοώ ότι, εν προκειμένω, οι ήρωες του ’21 ήταν ένα μάτσο βιόλες, που δεν προσέφεραν τίποτα και έπαιζαν απλώς ένα χαριτωμένο κρυφτούλι με τα οθωμανικά στρατεύματα, όσο να περάσει η ώρα και να έρθουν οι άντρες οι σωστοί, οι πρόστυχοι, οι ευρωπαίοι να μας ξελασπώσουν. Δεν εννοώ ότι οι πολυετείς αιματηροί αγώνες τους δεν έπιασαν τόπο, και σίγουρα δεν εννοώ ότι, αν είχαν απλώς κάτσει στ’ αυγά και τα αμνοερίφιά τους, εμείς θα είχαμε σήμερα κράτος (ή τέλος πάντων ό,τι είναι αυτό που έχουμε…). Εν ολίγοις, είναι αδιαμφισβήτητο (και λίγο πολύ αυταπόδεικτο) ότι αν δεν είχε υπάρξει εκείνος ο ξεσηκωμός, δε θα είχαμε αποτινάξει ποτέ το φέσι.
Η αντίρρησή μου λοιπόν δεν αφορά στα παραπάνω, αλλά σε όσες ρομαντικές ψυχές αποδίδουν στο θάρρος και στις καλές προθέσεις υπερφυσικές ιδιότητες, πιστεύοντας προφανώς ότι αυτά αρκούν για να μετατραπεί ο καθένας σε Σούπερμαν που θα συνθλίβει τα εχθρικά στίφη με μια καλοζυγισμένη γροθιά. Γιατί κάτι τέτοιο πρέπει να πιστεύουν όσοι μου έχουν πει τη φράση «Και πάλι μόνοι μας θα τα καταφέρουμε. Οι Έλληνες πάντα τα καταφέρνουμε εντελώς μόνοι μας. Μόνοι μας άλλωστε δεν ελευθερωθήκαμε;»
Για να πούμε και του στραβού το δίκιο, αυτό το σενάριο δεν έμοιαζε και τόσο σουρεάλ στο ξεκίνημα της επανάστασης. Κάτι η κακή οικονομική διαχείριση της αποδυναμωμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κάτι οι ήδη πολλαπλές εστίες αναταραχών και από άλλες καταπιεσμένες εθνότητες, κάτι οι συνεχείς ρώσο-τουρκικοί πόλεμοι τις προηγούμενες δεκαετίες, ο γίγαντας ήταν ήδη στο καναβάτσο και οι ελληνικές δυνάμεις, με τη χρήση έξυπνων στρατηγικών, αρχικά απεδείχθησαν μικρές αλλά θαυματουργές. Το μεγάλο θαύμα όμως το έκανε για άλλη μια φορά το αθάνατο ελληνικό πνεύμα, στην κλασικότερη εκδοχή του: την εθνική διχόνοια. Χρόνος, κόπος και πόροι που θα έπρεπε να διατεθούν στη μάχη με τον κοινό εχθρό κατασπαταλήθηκαν για άλλη μια φορά για να φαγωθούμε μεταξύ μας. (Εδώ μια ευσύνοπτη ανασκόπηση των εμφυλίων διαμαχών κατά την Ελληνική Επανάσταση. Μια γρήγορη ματιά θα σας πείσει ότι η αριθμητική υπεροχή των αντιπάλων ήταν το μικρότερο από τα προβλήματα της ελληνικής πλευράς.)
Κι ως γνωστόν, όποτε στραβώνει ένα κλήμα, μια γίδα εξ ορισμού καραδοκεί στον ορίζοντα. Στη δική μας περίπτωση, η γίδα είχε το γοητευτικό προφίλ και το μονόπαντο τουρμπάνι του Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπου – που είχε ήδη κερδίσει τα «γαλόνια» του στην εκστρατεία του πατέρα του, Μεχμέτ Αλή, εναντίον της δυναστείας των Σαούντ, λίγα χρόνια νωρίτερα, ενώ είχε πλέον προχωρήσει και στον εκσυγχρονισμό του αιγυπτιακού στρατού.
"I'm a bad motherfucker"
Ο αιγυπτιακός στρατός υπερτερούσε σε εκπαίδευση και εφόδια των καταταλαιπωρημένων ελληνικών δυνάμεων σε τέτοιο βαθμό ώστε δε μπορούμε να γνωρίζουμε πόσες ελπίδες θα είχαν ακόμη κι ως ενωμένη γροθιά. Το σίγουρο πάντως είναι ότι όταν αποβιβάστηκε το 1825 δεν ήρθε αντιμέτωπος με μια σφιγμένη γροθιά αλλά με μια ανοιχτή παλάμη (στραμμένη στα δικά μας μούτρα). Αν και γνώρισε ορισμένες ήττες από τους Έλληνες (διόλου τυχαία, ορισμένες από τις σημαντικότερες ήταν στη Μάνη, την οποία δεν είχε τότε αγγίξει ο εμφύλιος) ο Ιμπραήμ συνέχισε την προέλασή του κυρίως στην Πελοπόννησο, ενώ το ίδιο έκανε και ο Κιουταχής στη Ρούμελη – στο δε ελληνικό μέτωπο, η φαγωμάρα καλά κρατούσε. Το 1827, το μέλλον της επανάστασης διαγραφόταν πλέον ζοφερό.
Ως από μηχανής θεός λειτούργησε τότε η Συνθήκη του Λονδίνου (1827, γνωστή και ως Ιουλιανή Συνθήκη), την οποία υπέγραψαν οι Μεγάλες Δυνάμεις (Αγγλία, Γαλλία, Ρωσία) ζητώντας από τον Σουλτάνο να παραχωρήσει στην Ελλάδα ένα καθεστώς αυτονομίας. Οι διαπραγματεύσεις ωστόσο απέβησαν άκαρπες, οδηγώντας τελικά στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου και τη συντριβή του αιγυπτιακού στόλου, και σηματοδοτώντας την αρχή του (αίσιου) τέλους για την Ελληνική Επανάσταση.
Ακόμη όμως και αν υπομείνουν αυτή τη σύντομη ιστορική αναδρομή, οι Βρασίδες δεν το βάζουν κάτω, προβάλλοντας τα εξής αντεπιχειρήματα: Πρώτον, «ε τι κι αν μας βοήθησαν, για δικό τους συμφέρον το έκαναν». Well, duh. Ο Δον Κιχώτης ήταν ένας κι ως γνωστόν τον στραπατσάρισαν οι ανεμόμυλοι. Αλλά εμάς φυσικά δε μας αρκεί να μας πιάσεις το χέρι την ώρα που κατρακυλάμε στο γκρεμό. Όχι. Θέλουμε και να το κάνεις από αγνή, ανιδιοτελή καψούρα, επειδή μας βλέπεις και σου φέρνουμε πεταλούδες στο στομάχι, αλλιώς πα’ στα κομμάτια, άσε μας να πέσουμε αδερφάκι μου.
Κι αν επιμείνεις «για όποιο λόγο κι αν το έκαναν, το γεγονός παραμένει ότι δεν τα καταφέραμε μόνοι μας», βγαίνει το δεύτερο κλασικό επιχείρημα: «και να μην είχαν έρθει, θα τα είχαμε καταφέρει μόνοι μας έτσι κι αλλιώς». Η αναγωγή στις υποθετικές περιπτώσεις έχει το κακό ότι στη θεωρία, όντως, ΟΛΑ μπορούσαν να είχαν γίνει. Να είχαμε μονιάσει και τα πολεμοφόδιά μας να είχαν πολλαπλασιαστεί όπως τα ψάρια στην Επί του Όρους Ομιλία. Να είχε τσακιστεί ο στόλος του Ιμπραήμ όχι από τις ξένες δυνάμεις αλλά από «θεϊκούς ανέμους» (όπως οι άνεμοι καμικάζι που έσωσαν την Ιαπωνία από την θαλάσσια πολιορκία του Κουμπλάι Χαν) – τους οποίους θα είχαμε αποδώσει φυσικά στη Μεγαλόχαρη που παίζει κλασικά στο δικό μας τερέν, άρα πάλι για μόνοι μας πιάνει. Και φυσικά, θα μπορούσε να έχει γεννηθεί και η γιαγιά μου με καρούλια και να λανσάρεται για τρόλεϊ. Όλα αυτά είναι φθηνές λεπτομέρειες μπροστά στο μεγαλείο της ελληνικής ψυχής…
Κι αν κάτι πραγματικά με ενοχλεί σε αυτές τις συζητήσεις είναι ότι, ενώ αφορούν γεγονότα 190 ετών, σιγοντάρουν εθνικιστικές κορώνες και παραληρήματα μεγαλείου με φόντο καταστάσεις πολύ πιο σύγχρονες – και αρκούντως ζοφερές…