Αυγουστίνος - Χρόνος και βούληση

11-03-2015
 
Submit to FacebookSubmit to TwitterSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to Delicious

“Non est mundus factus in tempore, sed cum tempore” (‘Η πολιτεία του Θεού’,11,6)

«Το σύμπαν δεν δημιουργήθηκε μες στον χρόνο (in tempore), αλλά μαζί με τον χρόνο (cum tempore)».

Ο Αυγουστίνος (354-430) είναι ένας από τους βασικότερους άγιους της καθολικής εκκλησίας, αλλά απλώς "ιερός Αυγουστίνος" κατά την Ορθόδοξη εκκλησία γιατί έκανε το ‘λάθος’ να μιλήσει τόσο νωρίς για τα πρωτεία του Πάπα. Πρόκειται για ένα άτομο, ιδιαίτερα προικισμένο διανοητικά, με ένα πλήθος εμπειριών σε διάφορους τομείς, που μαρτυρούν το αντίστοιχο πλήθος αναγκών και ενδιαφερόντων. Έξω από οποιοδήποτε κοινωνικό ή θρησκευτικό θεσμό, είχε εξωσυζυγική σχέση με μια γυναίκα, την οποία περιγράφει στις Εξομολογήσεις του χωρίς να την κατονομάζει, με την οποία αποκτά μάλιστα και ένα γιο, τον Adeodatus. Μάταια η χριστιανή μητέρα του, η Monica, προσπαθούσε να τον επαναφέρει στον ‘σωστό’ δρόμο. Εκείνος έκανε αυτό που θεωρούσε σωστό. Επίσης, όντας μια ψυχή έτοιμη να ρουφήξει κάθε ενδιαφέρουσα μυστηριακή πρακτική που προτεινόταν εκείνη την εποχή, εισχώρησε στους Μανιχαίους, συμμετέχοντας με μεγάλη προθυμία στα ενθουσιαστικά τους όργια. Ακούραστος μελετητής του Πλάτωνα και του Πλωτίνου έβρισκε σ’ αυτούς αλήθειες από τις οποίες δεν αποξενώθηκε ποτέ, τις αναλλοίωτες ιδέες που προσεγγίζουμε μέσω της ανάμνησης και τη βίωση του αγαθού ως την ύψιστη ευδαιμονία που μπορεί να αγγίξει ο άνθρωπος.

Μόνο ένα πράγμα δεν μπορούσε να κατανοήσει μέσα από τις σοφίες των προκατόχων του, τη φύση του χρόνου και τον συμβιβασμό μεταξύ της αναγκαιότητας των συμβάντων και της υποτιθέμενης ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου. Ο Αριστοτέλης θεωρούσε ότι ο κόσμος ήταν αιώνιος όπως και ο θεός, γιατί αλλιώς αν ο θεός είχε δημιουργήσει κάποια στιγμή τον κόσμο, τότε θα ήταν και ο θεός συμμέτοχος στον χρόνο, αφού θα δρούσε σε μια συγκεκριμένη στιγμή. Επίσης όλα γύρω του μιλούσαν για μια άτεγκτη αιτιότητα, ο ελληνικός νους δεν έβλεπε τίποτα αναίτιο και ανεξήγητο, πώς ήταν δυνατόν τότε ο άνθρωπος να μην είναι απόλυτα καθορισμένος;

Είχε διαβάσει μεταξύ άλλων και την Εβραϊκή Γένεση και κάποια από τα ευαγγέλια, τα απέρριπτε όμως ως αφελή και χονδροειδή σε σχέση με τη λεπτότητα των αναλύσεων των ελληνικών φιλοσοφικών πραγματειών (και δεν είχε και άδικο…) Μέχρι που μια μέρα διάβασε τις αποστολές του Παύλου. Τις διάβαζε και τις ξαναδιάβαζε. Τι ήταν αυτό που τον είλκυε; το βάθος της σοφίας τους; μάλλον όχι, άλλωστε η δομή τους δεν είχε την πλατωνική διαλεκτική ούτε την καθαρή συλλογιστική. Ζήλευε τη βεβαιότητα του Παύλου στις ιδέες που υιοθετούσε, ήταν αυτό που του έλειπε, καθώς ταλαντευόταν από τη μια ιδέα στην άλλη στον αγώνα του να κατανοήσει τη φύση των πραγμάτων. Και τότε η φράση κλειδί στην προς Κορινθίους τον συγκλόνισε: «οι άνθρωποι είναι σαν τις στάμνες ενός κεραμοποιού, άλλες είναι φτιαγμένες σωστά ώστε να είναι γερές και να εκπληρώνουν στην εντέλεια την αποστολή τους κι άλλες εξ αρχής ραγισμένες, καταδικασμένες σε αποτυχία». Πρώτη φορά είδε τη σκληρή νομοτέλεια των φυσικών διαδικασιών να μεταφέρεται και στον χώρο της ανθρώπινης φύσης και συμπεριφοράς. Και η ελεύθερη βούληση και η ευθύνη τι γίνονταν τότε; Σαν ικανότατος ρήτορας ήταν ιδιαίτερα ευρηματικός να αποδεικνύει εκ των υστέρων όποια θέση θεωρούσε σωστή. Ακολούθησε λοιπόν της εξής συλλογιστική: Ο άνθρωπος είναι ελεύθερος να επιλέξει ό,τι θέλει, αλλά ο θεός ως παντογνώστης γνωρίζει εκ των προτέρων τις επιλογές του, και με βάση αυτές τις επιλογές γνωρίζει και την τελική τους πορεία προς την αλήθεια ή την πλάνη, προς τη σωτηρία ή την απώλεια και η γνώση αυτή του θεού για κάθε άνθρωπο ισοδυναμεί με τον απόλυτο προκαθορισμό του κάθε ανθρώπου μέσα στο νου του θεού. Η θεωρία του αυτή του απόλυτου προορισμού ήταν ο αντίποδας μιας χριστιανικής αίρεσης που αναπτύχθηκε και άνθισε στην εποχή του, του λεγόμενου Πελαγιανισμού, σύμφωνα με την οποία ο άνθρωπος έχει όλα τα μέσα για να φτάσει την τελειότητα μέσω της ελεύθερης επιλογής του και των δικών του και μόνο δυνάμεων χωρίς να έχει την ανάγκη της θείας χάριτος.

Κι έτσι ενθουσιασμένος από την απάντηση που έψαχνε στο ζήτημα της συνύπαρξης αναγκαιότητας και ελεύθερης βούλησης μεταστράφηκε στον Χριστιανισμό, χωρίς όμως να απεμπολήσει τις πλατωνικές του ιδέες και χωρίς επίσης να δεχθεί τις τρέχουσες αντιλήψεις της εποχής του. Ήταν αποφασισμένος να ερμηνεύσει βασικά εδάφια των εβραϊκών και χριστιανικών κειμένων σύμφωνα με τη δική του φιλοσοφική ανάλυση και κυρίως χωρίς να μειώσει την αξία της φιλοσοφικής δραστηριότητας.

Η άλλη μεγάλη πρόκληση που έπρεπε να επιλύσει ήταν πώς μπορεί ο θεός (ένα όν εκτός χρόνου) να λέει ξαφνικά σε κάποια στιγμή ‘γενηθήτω φως’. Εδώ η ερμηνεία του Αυγουστίνου είναι πως ο θεός δεν δημιουργεί τον κόσμο σε κάποια στιγμή του χρόνου αλλά ότι δημιουργεί τον κόσμο μαζί με τον χρόνο. Η θεωρία της σχετικότητας του Einstein λέει το ίδιο, ότι ο χρόνος συνδέεται με την πυκνότητα της ύλης και η ύλη της πρωταρχής του Σύμπαντος είναι τόσο πυκνή που καθιστά την διάρκεια του χρόνου προς το παρελθόν μέχρι να φτάσουμε στην ‘Μεγάλη Έκρηξη’ άπειρη, υψώνοντας ένα απόλυτο φράγμα προς το παρελθόν, αδυνατώντας αυτό να συνεχίσει πιο πίσω από το συμβάν του ‘γενηθήτω φως’. Και επειδή ο θεός είναι εκτός χρόνου, τα δημιουργεί όλα ταυτόχρονα υπό τη μορφή σπερμάτων ή σπερματικών λόγων, ακολουθώντας τη φιλοσοφία του Αναξαγόρα και των Στωικών, ενώ η εξέλιξη του Σύμπαντος στη συνέχεια είναι το ‘άπλωμα’ αυτής της ‘αρχικής στιγμής’. Έτσι ο Αυγουστίνος εξηγεί δυο φαινομενικά αντιφατικά χωρία της Π. Διαθήκης, όπου στο ένα χωρίο τα πάντα δημιουργούνται μονομιάς, στο άλλο τα πλάσματα (και οι άνθρωποι) εμφανίζονται διαδοχικά.

Η μελέτη του Αυγουστίνου για τον χρόνο συνεχίζει και για την φύση του χρόνου, όπως τον βιώνει ο άνθρωπος στην καθημερινή ζωή του, λέγοντας ότι ο χρόνος δεν υπάρχει στην πραγματικότητα, παρά μόνο στο νου του ανθρώπου. Η απόδειξη του έχει ως εξής: Ο χρόνος απαρτίζεται από το παρελθόν, το παρόν και το μέλλον. Η στιγμή του παρόντος δεν υπάρχει γιατί δεν έχει ούτε έκταση (γιατί δεν είναι χώρος) αλλά ούτε και διάρκεια (γιατί μόλις συμβαίνει ανήκει στο παρελθόν). Επίσης το παρελθόν και το μέλλον δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα, καθώς το παρελθόν συνέβη άρα δεν υπάρχει πλέον και το μέλλον δεν έχει συμβεί άρα δεν υπάρχει ακόμη. Συνεπώς ο χρόνος υπάρχει μόνο στη μνήμη μας ως παρελθόν και στη φαντασία μας ως μέλλον.

Να σημειωθεί επίσης ότι ο Αυγουστίνος θεωρεί ότι οι θεολογικές αλήθειες που δίνονται με αποκαλυπτικό τρόπο δεν έρχονται ποτέ σε σύγκρουση με τις γνώσεις που αποκτούμε από τη μελέτη της φύσης και οποιαδήποτε φαινομενική αντίφαση πρέπει να διορθώνεται με μια διαφορετική ερμηνεία της θεολογικής αλήθειας.