Φύση ή Νόμος; Η προσέγγιση των Σοφιστών

01-04-2015
 
Submit to FacebookSubmit to TwitterSubmit to Google PlusSubmit to StumbleuponSubmit to Delicious

Το ζήτημα της σωστής οργάνωσης μιας κοινωνίας αλλά και της καλύτερης δυνατής κατάστασης του ανθρώπου μες στην κοινωνία ήταν από τα έμμονα ζητήματα της ελληνικής σκέψης του 5ου π.Χ. αιώνα με προεξάρχοντες τους Σοφιστές και τον Σωκράτη (αντίπαλο κατά την επικρατούσα άποψη των Σοφιστών ή φίλο και εφαρμοστή των σοφιστικών πρακτικών κατά τον γράφοντα - βλ. άρθρο Ο Σωκράτης ως Σοφιστής).

Οι διανοητές που ασχολούνται με αυτά τα ζητήματα είναι, πέραν του Σωκράτη, κυρίως ο Πρωταγόρας, ο Γοργίας, ο Θρασύμαχος, ο Γλαύκων, ο Αδείμαντος και ο Καλλικλής, των οποίων οι θέσεις εκτίθενται στους Πλατωνικούς διαλόγους “Πρωταγόρας”, “Γοργίας” και “Πολιτεία”.

Ποιο είναι λοιπόν το ζήτημα με τις επιμέρους διακλαδώσεις του; Αν κάποιος πρέπει να ακολουθεί τη φύση ή τον νόμο. Αν η ευτυχία και το συμφέρον του ατόμου μπορεί και σε ποιο βαθμό να συνυπάρξει με την ευτυχία και το συμφέρον των άλλων. Τι είναι δίκαιο και αν αυτό συνδέεται με τη φύση ή με το νόμο.

Κάποιοι υποστηρίζουν ότι πρέπει να εμπιστευόμαστε τη φύση, δηλαδή τα ένστικτα και τις επιθυμίες που έχουν τη ρίζα τους στη φυσική υπόσταση του ανθρώπου, και να επιτρέπουμε σε αυτή να καθορίζει την ατομική και κοινωνική μας συμπεριφορά, ανεξάρτητα από τους θεσπισμένους νόμους. Κατ’ αυτούς οι νόμοι βάζουν δεσμά στον άνθρωπο και τον αλλοτριώνουν. Άλλοι υποστηρίζουν ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή η φυσική (πρωτόγονη) κατάσταση του ανθρώπου οδηγεί σε συνεχείς συγκρούσεις συμφερόντων και ότι η θέσπιση νόμων αποτελεί τη σημαντικότερη εξέλιξη που μετέτρεψε τον άνθρωπο από ένα ευτελές ον με ζωώδη φύση σε ένα όν ικανό να ζει ειρηνικά σε μια κοινωνία με τους ομοίους του.

Κατά τον Πρωταγόρα, κατά την πρώτη περίοδο της ανθρωπότητας οι άνθρωποι είχαν να αντιμετωπίσουν άγρια θηρία, σε σχέση με τα οποία ήταν σωματικά πιο αδύνατοι. Για μην εξαφανιστεί εντελώς το ανθρώπινο είδος, δώρισε ο Δίας, μέσω του Ερμή, στον άνθρωπο δυο μεγάλες αρετές, την αιδώ και τη δίκη. Η δίκη ήταν η αίσθηση του ορθού και του δίκαιου, ενώ η αιδώς ήταν η αίσθηση της σεμνότητας και του σεβασμού προς τους άλλους. Αυτές οι δυο αρετές, παρά τη μυθολογική τους παρουσίαση, συνιστούν την εσωτερική συνείδηση του ανθρώπου, με τη βοήθεια της οποίας οι άνθρωποι δημιουργούν οργανωμένες κοινωνίες και δρουν μέσα σε αυτές μέσα σε ένα πλαίσιο νόμων, κατευθυντήριων δηλαδή οδηγιών, που θέτουν κάποια όρια που δεν επιτρέπεται να παραβιάζονται από κανέναν. Η έννομη κοινωνική συμπεριφορά είναι αποτέλεσμα και της φύσης και της εξάσκησης. Πρέπει δηλαδή να υπάρχει μέσα στον άνθρωπο η δυνατότητα για ηθική πρόοδο αλλά για να γίνει αυτή πραγματικότητα πρέπει να διδαχθεί.

Στο δίπολο φύσης και νόμου υπερισχύει σε αυτές τις θέσεις καθαρά ο νόμος, καθώς η επιστροφή στην ‘κτηνώδη’ φύση του ανθρώπου θα ήταν η απόλυτη καταστροφή. Ακόμη ιερότερο θεωρεί τον νόμο ο Δημόκριτος και μάλιστα τονίζει περισσότερο από τους γραπτούς νόμους τον άγραφο εσωτερικό νόμο, τον οποίο κάποιος πρέπει να τηρεί, είτε μπορεί είτε δεν μπορεί να γίνει αντιληπτός. Το ίδιο πνεύμα της πίστης του Έλληνα σε ένα βαθύτερο εσωτερικό ηθικό νόμο παρουσιάζει πολύ ζωντανά ο Ηρόδοτος στον διάλογο του Ξέρξη με τον εξόριστο βασιλιά των Σπαρτιατών Δημάρατο. Ο Ξέρξης αδυνατεί να καταλάβει πώς είναι δυνατόν να αντισταθούν οι Έλληνες στην εισβολή του, καθώς είναι πολύ λιγότεροι και δεν υποχρεώνονται από κάποιο δεσπότη να πολεμήσουν εναντίον ενός πολύ ισχυρότερου αντιπάλου. Ο Δημάρατος του απαντά: «οι Έλληνες έχουν ένα μόνο δεσπότη, τον νόμο, και τον φοβούνται πιο πολύ απ’ ό,τι οι υποτελείς σου φοβούνται εσένα. Ό,τι τους διατάξει αυτός ο δεσπότης το κάνουν, και η διαταγή του είναι πάντα ίδια. Τους απαγορεύει να εγκαταλείπουν τη μάχη, όσο ισχυρός και αν είναι ο εχθρός, και τους εξαναγκάζει να μένουν ακλόνητοι, να νικούν ή να πεθαίνουν».

Οι νόμοι λοιπόν διακρίνονται σε πρακτικούς εξωτερικούς νόμους και σε βαθύτερους εσωτερικούς, από τους οποίους υποτίθεται ότι πηγάζουν. Γι’ αυτό υπάρχουν και οι μυθολογικές διηγήσεις που θέτουν ως άμεσους ή έμμεσους νομοθέτες τους ίδιους τους θεούς. Εκείνος όμως που υπερασπίζεται τους νόμους σε απόλυτο βαθμό, θυσιάζοντας και την ίδια του τη ζωή για αυτό, είναι ο Σωκράτης. Η περίπτωση του μάλιστα παρουσιάζει ξεχωριστό ενδιαφέρον, καθώς ο Σωκράτης, παρά τη βαθιά του πίστη στο θεό, βλέπει τους νόμους πιο πρακτικά και ρεαλιστικά, σαν ένα κοινωνικό συμβόλαιο που συνάπτει μια ομάδα ανθρώπων από αμοιβαίο συμφέρον, οπότε ακόμη και αν κάποιες αποφάσεις, όπως η θανάτωση του, είναι άδικες, πρέπει κάποιος να τις ακολουθεί, διότι διαφορετικά αποδεικνύεται αγνώμων για όλα τα υπόλοιπα καλά που έχει λάβει στο πλαίσιο της κοινωνίας.

Ας δούμε τώρα και την άλλη άποψη, αυτήν που θέτει τις φυσικές ανάγκες του ανθρώπου και τα προσωπικά του συμφέροντα υπεράνω του σεβασμού προς τους νόμους, όταν αυτοί έρχονται σε αντίθεση με τις επιθυμίες του.

Ο Θρασύμαχος στην Πολιτεία ισχυρίζεται ότι δικαιοσύνη είναι να υπηρετείς το συμφέρον κάποιου άλλου, πράγμα τελικά ασύμφορο, ενώ αδικία είναι το ακριβώς αντίθετο, να κυριαρχείς επάνω σ’ αυτούς που είναι αφελείς και δίκαιοι. Καθώς τον ρωτά ο Σωκράτης αν θεωρεί την αδικία αρετή και τη δικαιοσύνη κακία, ο Θρασύμαχος του απαντά ότι θεωρεί την αδικία ‘συνετή συμπεριφορά’ και τη δικαιοσύνη ‘ευγενή αφέλεια’. Το σημείο αυτό του διαλόγου είναι ιδιαίτερα ενδιαφέρον, καθώς στην αρχαία ελληνική σκέψη η έννοια του δικαίου περιέκλειε όλες τις θετικές ηθικές αξίες, και με την ακραία ερώτησή του ο Σωκράτης θέλει να τον οδηγήσει σε υποχώρηση. Εντούτοις ο Θρασύμαχος τολμά και δίνει στη δικαιοσύνη ένα αρνητικό περιεχόμενο (αφέλεια) μετριασμένο κάπως με την παρουσία ενός θετικού προσδιορισμού (ευγενή). Μάλιστα ο Θρασύμαχος λέει ότι για να κρίνει κανείς τα οφέλη της αδικίας, πρέπει να τη δει στην ακραία της μορφή, δηλαδή ενός τύραννου που σφετερίστηκε την εξουσία με ένα συνδυασμό δύναμης και απάτης. Έναν τέτοιο άνθρωπο (μάλλον το ιδανικό του Θρασύμαχου) όλοι τον κολακεύουν και τον θεωρούν ευτυχισμένο σε αντίθεση με τους μικροαπατεώνες που τους τιμωρούν και τους εξευτελίζουν. Πολύ αργότερα ο Hobbes εξιδανικεύει και αυτός τον απόλυτο δεσπότη, εντούτοις προσπαθεί να δικαιολογήσει τα δικαιώματά του, εφευρίσκοντας μια κοινωνική συνθήκη με βάση την οποία του παραχωρήθηκε το δικαίωμα να εξουσιάζει. Αντίθετα ο Θρασύμαχος θεωρεί ότι η δύναμη και μόνο αρκεί για να εξασφαλίσει το σεβασμό των υπηκόων στον δυνάστη.

Ο Γλαύκων στη συνέχεια της ‘Πολιτείας’ υποστηρίζει ότι οι νόμοι που υποτίθεται ότι εκφράζουν τη δικαιοσύνη δεν έχουν σχέση με το καθαυτό αγαθό αλλά είναι αναγκαίες ανθρώπινες επινοήσεις, καθώς ο άνθρωπος δεν μπορεί να αδικεί ανεξέλεγκτα χωρίς να τιμωρείται. Αν ο άνθρωπος είχε τη δυνατότητα να αδικεί χωρίς να υφίσταται τις συνέπειες, θα ήταν τρελός να αυτοδεσμευτεί σε οποιαδήποτε συμφωνία τον περιορίζει. Το καλό ή το δίκαιο δεν το κάνει κανείς ποτέ από ελεύθερη εκλογή, αλλά μόνο από φόβο μην πάθει κακό ο ίδιος. Το μόνο πραγματικό καλό, κατά τον Γλαύκωνα, είναι το ίδιο συμφέρον, το οποίο συνεχώς εκτρέπεται από τους νόμους, στο όνομα της ισότητας.

Ο Αδείμαντος υποστηρίζει ότι η δικαιοσύνη είναι δύσκολη και κοπιαστική, ενώ αντίθετα η αδικία και η μαλθακότητα είναι εύκολες, και η ντροπή που τις ακολουθεί είναι εντελώς φαινομενική, καθώς στηρίζεται στη συμβατικότητα του νόμου. Ακόμη και οι θεοί, κατ’ αυτόν, κάνουν τη ζωή πολλών δίκαιων δυστυχισμένη, ενώ αντίθετα συγχωρούν τις αδικίες των κακών μέσω μαγικών πρακτικών.

Ο Καλλικλής, στον Πλατωνικό Γοργία, είναι η αποθέωση του υπερανθρώπου, των φυσικών ικανοτήτων και του δίκαιου του ισχυρότερου. Ο Θρασύμαχος, ο Γλαύκων και ο Αδείμαντος δεν τολμούσαν να απομακρυνθούν από την συμβατική ορολογία καλού και κακού, θεωρώντας τις ενάντιες στο κοινό συμφέρον συμφεροντολογικές πράξεις ως προτιμητέες μεν, αλλά ηθικά φορτισμένες ως άδικες και κακές. Ο Καλλικλής όμως αλλάζει συθέμελα τον ηθικό κώδικα. Όχι μόνο υποστηρίζει ολοκληρωτικά την πράξη κυριαρχίας πάνω στους άλλους, αλλά δηλώνει ρητά ότι αυτή είναι η δικαιοσύνη, όπως την ορίζει η φύση, το να έχει περισσότερα ο δυνατότερος από τον πιο αδύνατο και να επιβάλλεται πάνω σ’ αυτόν.

Τα θέματα αυτά που άνοιξαν με τις απόψεις των διανοητών του 5ου αιώνα π.Χ. συνέχισαν να απασχολούν και τους διανοητές του Διαφωτισμού, άλλοι από τους οποίους τόνισαν τη σημασία της θέσπισης των νόμων (οι περί τον Μοντεσκιέ) και άλλοι την αξία της φύσης (οι περί τον Ρουσσώ).