Μετά από τρομερές διενέξεις που αφορούσαν την φύση του Ιησού Χριστού και τις 5 Οικουμενικές Συνόδους (Γ’ – Δ’ – Ε’ – ΣΤ’ – Πενθέκτη με συμπληρώσεις επί της Ε’ και της Στ’) σε όλους έχει κατασταλάξει μια συμβιβαστική πρόταση περί συνύπαρξης της ανθρώπινης και της θείας φύσης του. Και πάλι όπως είδαμε και στο προηγούμενο άρθρο, πρόκειται για ένα τερατώδες δόγμα που δεν έχει καμία λογική βάση, καθώς το μοναδικό κίνητρο για την διατύπωσή του ήταν καθαρά πολιτικό, να μπορέσει δηλαδή να υπάρξει μια κοινή γραμμή πίστης στους πολίτες της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, όπου άλλες περιοχές υπερτόνιζαν την ανθρώπινη φύση του και άλλες την θεϊκή.
Για να δούμε πώς ξεκίνησε αυτή η διαμάχη. Θα θυμάστε, από το προηγούμενο άρθρο, την τάση των φιλοσόφων θεολόγων της περιοχής της Αντιόχειας, όπως του Παύλου από τα Σαμόσατα και του Θεόδωρου Μοψουεστίας να επικεντρώνονται στην ανθρώπινη φύση του Ιησού. Αυτή ήταν και η βασική τοποθέτηση του Νεστόριου, Πατριάρχη Κων/πόλεως, καθώς είχε επηρεαστεί καθοριστικά από τον Θεόδωρο. Πιο συγκεκριμένα ο Νεστόριος θεωρούσε ότι δεν συνυπάρχουν ενωμένες η ανθρώπινη και η θεϊκή φύση σε ένα και μόνο όν, τον Ιησού Χριστό. Η θεϊκή φύση του θεού Λόγου και η ανθρώπινη φύση του Ιησού Χριστού είναι εντελώς διακεκριμένες. Ο Λόγος καθοδηγεί τον Χριστό, αλλά δεν συνυπάρχουν αξεδιάλυτα. Με αυτή τη έννοια οι Νεστοριανοί αποκαλούνται και Δυοφυσίτες. Είναι η πλέον εύλογη άποψη, καθώς με αυτόν τον τρόπο αποκτά πολύ μεγαλύτερη αξία και το όλο του επίτευγμα: ο Ιησούς δηλαδή, αν και άνθρωπος ατελής και ελαττωματικός, πολέμησε με τις αδυναμίες του και κατόρθωσε τελικά να θεωθεί. Παράλληλα την ίδια εποχή στο ίδιο μήκος κύματος, ο Πελάγιος έλεγε ότι εναπόκειται στην ελεύθερη βούληση του ανθρώπου, η πορεία της θέωσής του και η σωτηρία της ψυχής του, χωρίς την αναγκαιότητα της θείας μεσολάβησης. Ο Νεστόριος θεωρούσε εκφράσεις όπως ‘ο θεός σταυρώθηκε’ ή ‘ο θεός πόνεσε’ άνευ νοήματος και επίσης υποστήριζε ότι ο όρος ‘Θεοτόκος’ είναι εντελώς λανθασμένος, εφόσον η Παναγία γέννησε τον άνθρωπο Ιησού Χριστό και όχι τον θεό Λόγο, οπότε ο ορθότερος όρος περιγραφής της είναι ‘Χριστοτόκος’. Οι ορθόδοξοι πατέρες θεώρησαν ότι με τη διδασκαλία του Νεστόριου έμπαινε σε κίνδυνο μια βασική πίστη των χριστιανών, αυτή της ενσάρκωσης του Λόγου, εφόσον κατά τη γνώμη τους ο Λόγος, και συνεπώς η θεία φύση, ενοικούσε από την πρώτη στιγμή της σύλληψης του Ιησού. Ο Νεστόριος ήταν ιδιαίτερα μετριοπαθής και μειλίχιος άνθρωπος, έπειθε τους πιστούς τόσο με τα λόγια του όσο και με το παράδειγμα της ζωής του και απέκτησε πάρα πολλούς οπαδούς στην περιοχή της Συρίας. Αυτοί, αποκαλούμενοι τότε Νεστοριανοί, πολλαπλασιάστηκαν, παρά την επίσημη καταδίκη του Νεστόριου από την Γ’ Οικουμενική Σύνοδο το 431 στην Έφεσο. Εισέδυσαν στο βάθος της Ασίας, φτάνοντας μέχρι την Κίνα. Είναι αυτοί που συνάντησε ο Marco Polo στην πρώτη επίσημη επαφή Δύσης και Άπω Ανατολής. Και είναι αυτοί που επιζούν ακόμη, με το προσωνύμιο Χαλδαίοι Χριστιανοί, στην περιοχή του Ιράκ και της Συρίας, με άμεσο κίνδυνο γενοκτονίας τους σήμερα, μετά από 16 αιώνες ύπαρξης, από την οργάνωση ISIS.
Λίγο μετά τον Νεστόριο, δεν άργησε να εμφανιστεί ο αντίποδάς του, ο Ευτυχής, αρχιμανδρίτης μιας μονής στην Κωνσταντινούπολη, που υποστήριξε ότι είναι εντελώς αδύνατο να συνυπάρχουν η θεϊκή και η ανθρώπινη φύση. Η θεϊκή φύση είναι τόσο απόλυτη και καταιγιστική, ώστε αμέσως απορρόφησε την ανθρώπινη φύση. Βλέπετε ότι ο Ευτυχής έχει ως σημείο εκκίνησης την ταυτόχρονη παρουσία στον Ιησού τόσο της ανθρώπινης όσο και της θεϊκής φύσης, και εξετάζοντας τα χαρακτηριστικά της κάθε μιας φύσης, εντελώς λογικά, αποφαίνεται ότι είναι αδύνατη η παραμονή της σχετικής ανθρώπινης φύσης δίπλα στην απόλυτη θεϊκή φύση του Ιησού. Έτσι πείθει πολλούς γύρω του στην άποψη αυτή του λεγόμενου Μονοφυσιτισμού, η οποία πολλαπλασιάστηκε με γεωμετρικό ρυθμό στην περιοχή της Αλεξάνδρειας, μια περιοχή, που ήδη από την εποχή του Ωριγένη, ήταν πιο ανοικτή σε γεγονότα όπως ενσαρκώσεις θεών και πνευμάτων. Ο αυτοκράτορας Θεοδόσιος επηρεασμένος από τον βασικό του σύμβουλο, τον ευνούχο Χρυσάφιο, έρεπε προς τον Μονοφυσιτισμό. Ο Πατριάρχης Κων/πόλεως Φλαβιανός, θεματοφύλακας των ορθόδοξων θέσεων της ισόρροπης παρουσίας στο πρόσωπο του Ιησού των δυο φύσεων, καταδίκασε τον Ευτυχή. Μια σύνοδος όμως στην Έφεσο το 449, υπό την προεδρία του πατριάρχη Αλεξανδρείας Διόσκορου, οδήγησε στην αποκατάσταση του Ευτυχούς, καθώς και την καθαίρεση και τη δολοφονία του Φλαβιανού. Αποκαλέστηκε ληστρική, καθώς τα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν ήταν ψυχολογική και σωματική βία άνευ προηγουμένου, κάνοντας σαφές πως όποιος δεν συμφωνούσε στην άποψή του Μονοφυσιτισμού, θα το πλήρωνε με την ίδια του τη ζωή. Όλα αυτά κάτω από την εύνοια του αυτοκράτορα Θεοδόσιου και του συμβούλου του Χρυσάφιου. Ο θάνατος του Θεοδόσιου και η άνοδος στο θρόνο του Μαρκιανού και της Πουλχερίας οδήγησαν στην Δ’ Οικουμενική Σύνοδο στην Χαλκηδόνα το 451, όπου καταδικάστηκε οριστικά και επίσημα ο Μονοφυσιτισμός. Αυτό δεν σημαίνει ότι οι Μονοφυσίτες, παρά την καταδίκη της Οικουμενικής Συνόδου, έπαψαν να υπάρχουν. Όλοι οι χριστιανοί της Αιγύπτου προσηλυτίστηκαν στον Μονοφυσιτισμό και είναι μέχρι σήμερα η κυρίαρχη χριστιανική μερίδα (10% του συνολικού Αιγυπτιακού πληθυσμού), οι λεγόμενοι Κόπτες.
Αυτή είναι σε γενικές γραμμές η τρομακτική διαμάχη των Ορθοδόξων τόσο με τους Νεστοριανούς όσο και με τους Ευτυχίτες, που διευθετήθηκε κατά την Γ’ και την Δ’ Οικουμενική Σύνοδο αντίστοιχα. Το επίσημο δόγμα πλέον ήταν ότι ο θεός έχει δυο φύσεις ακατάλυτα ενωμένες, σε αντίθεση τόσο με την μια φύση των Ευτυχιτών όσο και με τις δυο διακριτές φύσεις των Νεστοριανών.
Μια προσωπικότητα που ήδη είχε θέσει τον προβληματισμό της συνύπαρξης ανθρώπινης και θεϊκής φύσης ήταν ο Απολλινάριος Λαοδικείας τον 4ο αιώνα, ο οποίος θεωρούσε ότι ο Λόγος κατά την ενανθρώπιση του (και όχι ενσάρκωση κατά τον Απολλινάριο) κατέλαβε το νου και τη λογική ψυχή του Ιησού, ενώ αντίθετα η κατώτερη ψυχή και το σώμα του έμειναν ανέπαφα από την θεϊκή διάχυση. Η θέση αυτή του Απολλινάριου ξεκινούσε από την Αριστοτελική θέση περί μιας φύσης (και σκοπού) κάθε όντος. Πώς είναι τότε δυνατόν να συνυπάρχουν στο ίδιο όν δυο φύσεις με τόσο αντίθετα χαρακτηριστικά, η θεϊκή και η ανθρώπινη; Οπότε προτίμησε να θεωρήσει ως φύση του Ιησού Χριστού την θεϊκή που καταλαμβάνει το ουσιώδες μέρος του (τον νου και τη λογική ψυχή), υποτιμώντας το κατώτερο ψυχικό και σαρκικό μέρος του, το οποίο δεν αποτελούσε καν φύση του. Άλλη μια λογική άποψη, που προσπαθούσε να αντιμετωπίσει το ζήτημα της εισόδου του θεού σε ανθρώπινη σάρκα, η οποία όμως και αυτή χτυπήθηκε λυσσαλέα, καθώς με αυτόν τον τρόπο ήταν αδύνατη η τελική θεοποίηση και αφθαρσία της σάρκας, άλλο παλαβό αλλά βασικό δόγμα της χριστιανοσύνης.
Η Ε’ Οικουμενική Σύνοδος που συγκλήθηκε από τον Ιουστινιανό στην Κωνσταντινούπολη ασχολείται με τους τρεις πολύ σημαντικούς πατέρες της Σχολής της Αντιοχείας, Θεόδωρο Μοψουεστίας, Θεοδώρητο Κύρου και Ίβα Εδέσσης, νεστοριανών αποκλίσεων, τους οποίους, παρά την υψηλότατη φιλοσοφική τους εμβρίθεια, τους καταδικάζει.
Η Στ’ Οικουμενική Σύνοδος που συγκλήθηκε από τον αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Δ’ Πωγωνάτο ασχολήθηκε με την νεοφυή αίρεση των Μονοθελητών, τους οποίους και καταδίκασε. Τι υποστήριζαν οι Μονοθελήτες; Μιας και είχε λυθεί οριστικά πλέον το ζήτημα της δυνατότητας συνύπαρξης των δυο φύσεων στο πρόσωπο του Ιησού Χριστού, αυτοί, για να τονίσουν την ενότητα του, πρότειναν ότι υπήρχε μόνο μια θέληση, η θεϊκή θέληση. Όχι, αποφαίνονται οι ορθόδοξοι πατέρες. Όπως υπάρχουν δυο φύσεις ακατάλυτα ενωμένες, έτσι υπάρχουν μες στον Ιησού Χριστό και δυο θελήσεις ακατάλυτα ενωμένες, η θεϊκή και η ανθρώπινη.
Πώς μπορούν τώρα δυο διαφορετικές θελήσεις να είναι ακατάλυτα ενωμένες και σε τι διαφέρει από τη μια θέληση πραγματικά δεν το καταλαβαίνω. Κι έτσι ως επίλογο δημιουργώ μια πολύ εύλογη αίρεση, των Δυοθελητών, την ύπαρξη δηλαδή στον Ιησού δύο διακριτών και συχνά συγκρουόμενων θελήσεων, αν και δεν νομίζω ότι θα ασχοληθεί μαζί μου καμία σοβαρή Οικουμενική Σύνοδος.